Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012


ΔΙΕΘΝΗΣ  ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ(Δ.Ε.Π.Ο.Κ)

Κύριε   Δήμαρχε,

Η  Διεθνής  Εταιρεία  Προβολής  Οδυσσειακής  Κληρονομιάς  (Δ.Ε.Π.Ο.Κ) σας ευχαριστεί για το ενδιαφέρον σας να επισκευάσετε το πρώην  Δημοτικό  Σχολείο των  Φρικών για να λειτουργήσει εκεί  Πολιτιστικό  Κέντρο – Οδυσσειακή  Βιβλιοθήκη.  Η  Δ.Ε.Π.Ο.Κ επίσης προτίθεται στο χώρο αυτόν αλλά και σε άλλους χώρους, στο Σταύρο και στο Βαθύ, να διοργανώσει σεμινάρια παιδαγωγικού περιεχομένου για τους συλλόγους γονέων.Τα σεμινάρια θα μπορούν να τα παρακολουθήσουν και οι εκπαιδευτικοί, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος ενδιαφέρεται δεδομένου ότι η είσοδος θα είναι ελεύθερη για το κοινό. Εφόσον ο Δήμος Ιθάκης θεωρεί ότι αυτή η πρωτοβουλία είναι ωφέλιμος για το νησί μας, μπορεί μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του να συμβάλει στη διοργάνωση αυτών των σεμιναρίων. Επίσης εφόσον ο Δήμος Ιθάκης το επιθυμεί, τα σεμινάρια αυτά μπορούν να εξελιχθούν σε Σχολή  Γονέων με τη συμβολή φυσικά και άλλων επιστημόνων  πχ  εκπαιδευτικών, κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, ιατρών  κτλ. Στα σεμινάρια αυτά προτίθεται να διδάξει ο Ιθακήσιος ιατρός Παναγιώτης Συκιώτης.

Η  Δ.Ε.Π.Ο.Κ είναι πρόθυμη να συνδράμει με όλες της τις δυνάμεις σε κάθε προσπάθεια του Δήμου να αναβαθμίσει το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της Ιθάκης.

Μετά τιμής

Παναγιώτης  Συκιώτης  Νευρολόγος-Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής                                                    
Πρόεδρος  Εταιρείας  Αναλυτικής  Εκπαίδευσης  Προσωπικότητας  Ε.Α.Ε.Π                                                                                                 
Μέλος  Ψυχολογικής  Αμερικάνικης  Εταιρείας  (Α.Ρ.Α)                                                                                      www.sykiotis.blogspot.com                                                                                                                                                                                                                                                                     
e- mail: sykiotis.panos@gmail.com                                                                                                                               κιν:6944977292










Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΜΨΥΧΩΣΗΣ

Υπαρχουν εξυπνα παιδια και ενηλικες που αποτυγχανουν στο σχολειο,στο επαγγελμα,στην οικογενεια,στην κοινωνια.Αυτο γινεται γιατι ενω εχουν εξυπναδα,τους λειπουν αλλες ιδιοτητες,οπως η αυτοσυγκεντρωση,η προσοχη,η υπομονη,η επιμονη,η φιλοδοξια,η ψυχραιμια,η αυτογνωσια,η αυτοεκτιμηση,ο αυτοελεγχος και πολλες αλλες.Αυτες οι... ιδιοτητες μπορει να αποκτηθουν με την καταλληλη εκπαιδευση σε καθε ηλικια.
Τα σεμιναρια γινονται σε ξεχωριστες ομαδες παιδιων και ενηλικων.Ενημερωνουμε κυριως εκπαιδευτικους και γονεις.
Πληροφοριες΄Πανος Συκιωτης΄ κιν.6944977292
Προεδρος Εταιρειας Αναλυτικης Εκπαιδευσης Προσωπικοτητας Ε.Α.Ε.Π. Μελος της Αμερικανικης Ψυχολογικης Εταιρειας Α.Ρ.Α.

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ(IMAGE MAKING)

"IMAGE MAKING" είναι η προσπάθεια τροποποίησης της συμπεριφοράς και γενικά της εμφάνησης ενός ατόμου για τη επίτευξη ενός αντικειμενικού σκοπού. Π.Χ. ένα πολιτικό πρόσωπο που θέλει να επιτύχει στις εκλογές. Σήμερα το IMAGE MAKING είναι πολύ διαδεδομένο γιατί βοηθάει όχι μόνο τους υποψήφιους πολιτικούς αλλά και όσους θα ήθελαν να καθέξουν ανώτερες θέσεις ή να επηρεάσουν την πελατεία τους.Το IMAGE MAKING έχει απόλυτη σχέση με την ψυχολογία καθώς διδάσκει τον επηρεασμό της ψυχολογίας των άλλων απο τον ενδιαφερόμενο.

ΑΥΤΟΕΠΙΓΝΩΣΗ

ΑΥΤΟΕΠΙΓΝΩΣΗ

Αυτοεπίγνωση είναι το να γνωρίζει κανείς την εσωτερική του κατάσταση, τις προτιμήσεις, τα προσωπικά το αποθέματα και να έχει επαφή με τη διαίσθησή του.
Η αυτοεπίγνωση εμπεριέχει τις εξής δεξιότητες:
Την επίγνωση των συναισθημάτων. Το να αναγνωρίζει δηλαδή κανείς τα συναισθήματά του, τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματά τους.
Την ακριβή αυτοαξιολόγηση. Το να γνωρίζει κανείς τα ισχυρά και ασθενή σημεία του χαρακτήρα του και να γνωρίζει τα όριά του.
Την αυτοπεποίθηση. Δηλαδή τη σιγουριά που έχει κάποιος όταν γνωρίζει καλά την πραγματική του αξία και τις ικανότητές του.
Ποιο είναι το όφελος της Αυτοεπίγνωσης.
Παράδειγμα: Σε ένα καθηγητή ενός λυκείου με καρδιολογικά προβλήματα δόθηκε ένα φορητό μηχάνημα ελέγχου του καρδιακού ρυθμού. Έπρεπε να γνωρίζει τους καρδιακούς του παλμούς γιατί όταν έφταναν τους 150/min ήταν σήμα κινδύνου και έπρεπε να πάρει φάρμακο και να αναπαυθεί.
Μια μέρα πήγε σε μια σύσκεψη και ενώ ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν τον επηρέαζαν οι συζητήσεις το μηχάνημα έδειξε 150 παλμούς ανά 1 min.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ εκνευριζόταν με τους μικροτσακωμούς που γίνονταν κατά τη διάρκεια της σύσκεψης.
Αυτό έγινε γιατί ο καθηγητής δεν είχε επίγνωση των συναισθημάτων του και έτσι δεν μπορούσε να χειρισθεί το στρες.
Έχει αποδειχθεί ότι η επίγνωση των συναισθημάτων που υπολανθάνουν μπορεί να έχει σωτήρια αποτελέσματα.
Παράδειγμα: Ένας μεγάλος αριθμός διευθυντών μεγάλων επιχειρήσεων περίπου 63 απελύθησαν από την εργασία τους. Φυσικά, ήσαν θυμωμένοι και επιθετικοί. Έλαβαν μέρος σε μια μελέτη στο Πανεπιστήμιο Σάουθερν Μεθόντιστ.
Στους μισούς δόθηκε η οδηγία να κρατούν ημερολόγιο επί 5 ημέρες, αφιερώνοντας 20 λεπτά την ημέρα για να καταγράφουν τα βαθύτερα συναισθήματα και τις σκέψεις τους γι’ αυτά που τους συνέβαιναν.
Εκείνοι που κράτησαν ημερολόγιο δηλαδή οι μισοί βρήκαν νέες δουλειές πιο γρήγορα από εκείνους που δεν κράτησαν ημερολόγιο.
Προφανώς εκείνοι οι οποίοι κράτησαν ημερολόγιο απέκτησαν μεγαλύτερη επίγνωση των συναισθημάτων τους και έτσι μπόρεσαν πιο εύκολα να τα ελέγξουν και έτσι πιο ήρεμοι και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μπόρεσαν να ψάξουν και να βρουν δουλειά.
Η συναισθηματική διαύγεια μας βοηθάει να αντιμετωπίζουμε την κακή διάθεση. Όσο καλύτερα γνωρίζουμε τα συναισθήματά μας και τις ικανότητές μας, τόσο καλύτερα μπορούμε να ελέγχουμε τα συναισθηματικά μας ξεσπάσματα και τόσο πιο γρήγορα μπορούμε να ξεφύγουμε από μια δυσάρεστη κατάσταση.
Εκείνοι οι οποίοι συνέρχονται πιο γρήγορα, είναι αυτοί οι οποίοι διαθέτουν μεγαλύτερη συναισθηματική διαύγεια.
Βέβαια, η διατήρηση της ψυχραιμίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. πολλοί άνθρωποι φαίνονται ψύχραιμοι, ήρεμοι ενώ βράζουν μέσα τους. Πρέπει και αυτοί να βρουν τρόπο να χειρισθούν τα συναισθήματα της δυσφορίας, και το άγχος που αισθάνονται.
Η συνεχής καταπίεση έντονων συναισθημάτων έχει αρκετά μειονεκτήματα. Άτομα τα οποία λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο συχνά δεν καταφέρνουν να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια για να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Μπορεί να μην δείχνουν εξωτερικά σημάδια αρνητικών συναισθημάτων όπως άγχος, φόβου, θυμού, επιθετικότητας, ωστόσο υποφέρουν από ένα εσωτερικό αναβρασμό. αποτέλεσμα αυτού του αναβρασμού είναι η εμφάνιση συμπτωμάτων όπως πονοκέφαλοι, νευρικότητα, αϋπνία, πεπτικές διαταραχές.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε επίπεδο υγείας και αυτοί που κρατούν την ψυχραιμία τους αλλά βράζουν μέσα τους και αυτοί οι οποίοι εκρήγνυνται αντιμετωπίζουν τους ίδιους κινδύνους.
Γι’ αυτό η αυτοεπίγνωση δεν είναι αρκετή. Δεν πρέπει μόνο να γνωρίζουμε τα συναισθήματά μας και τις ικανότητές μας, αλλά πρέπει να μπορούμε και να τα ελέγχουμε.
Παράδειγμα: Κάποιος σταματάει το αυτοκίνητό του παράνομα σε ένα πολυσύχναστο δρόμο και μπαίνει μέσα σε ένα κατάστημα να ψωνίσει. Όταν βγαίνει έξω βιαστικά, βλέπει έναν τροχονόμο να του έχει κόψει κλήση και επί πλέον έχει έλθει και ο γερανός και παίρνει το αυτοκίνητό του. Ο οδηγός εξαγριωμένος φωνάζει και φέρεται με απρέπεια. Ο αστυνομικός προφανώς εκνευρισμένος καταφέρνει να συγκρατήσει το θυμό του και να δώσει μια ήρεμη απάντηση.
Ο αυτοέλεγχο είναι σημαντικός για εκείνους που επιβάλλουν το νόμο. Σε διάφορες περιστάσεις οι αστυνομικοί αναγκάζονται να δώσουν μεγάλο αγώνα για να συγκρατήσουν την ενστικτώδη αντίδρασή τους απέναντι στην έλλειψη σεβασμού. Αυτή η έλλειψη σεβασμού εκλαμβάνεται από τους αστυνομικούς σαν ένδειξη ότι η εξουσία περνάει στα χέρια του άλλου.
Οι διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι οι αστυνομικοί με την καλύτερη επίδοση χρησιμοποιούν τη λιγότερη βία.
Προσεγγίζουν τα οξύθυμα άτομα με ηρεμία και επαγγελματική συμπεριφορά και διαθέτουν ιδιαίτερες ικανότητες στην αποκλιμάκωση της έντασης.
Η αρχή της διατήρησης της ηρεμίας παρά τις προκλήσεις ισχύει για όλους όσους αντιμετωπίζουν συχνά αντιπαθητικούς ή εκνευρισμένους ανθρώπους στην εργασία τους. Ανάμεσα στους συμβούλους και τους ψυχοθεραπευτές για παράδειγμα, εκείνοι με τη διακεκριμένη επίδοση αντιδρούν ήρεμα σε μια προσωπική επίθεση από την πλευρά του ασθενή. Το ίδιο ισχύει και για τις αεροσυνοδούς με ξεχωριστή επίδοση οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με δυσάρεστους επιβάτες.
Ανάμεσα στους διευθυντές και τα στελέχη, επίσης, εκείνοι με τη διακεκριμένη επίδοση καταφέρνουν να εξισορροπούν την ορμή, τη φιλοδοξία και την αυτοπεποίθησή τους με τον αυτοέλεγχο, τιθασεύοντας τις προσωπικές τους ανάγκες χάρις της καλής συνεργασίας προς εξυπηρέτηση των στόχων του οργανισμού.
Πολλές φορές νιώθουμε συναισθήματα χωρίς να μπορούμε να εντοπίσουμε τη φύση τους, γιατί φυσικά έχουμε μικρή αυτοεπίγνωση.
Παράδειγμα: Η Μαρία την περασμένη Κυριακή τα έβαλε με τον άνδρα της. Δεν ξέρει γιατί. Της ζητάω να μου διηγηθεί τις συνθήκες που επικρατούσαν όταν ένιωσε τον ασυγκράτητο θυμό.
Είχαν πάει στο εξοχικό τους με ένα φιλικό ζευγάρι του συζύγου της, το οποίο όμως δεν εγνώριζε. Παρόλο που το ζευγάρι ήσαν άνθρωποι συμπαθητικοί και θα μπορούσε να σχετισθεί μαζί τους εν τούτοις δεν τα κατάφερε. Ήταν συγκρατημένη, δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της, δυσκολευόταν να μιλήσει γιατί φοβόταν ότι οι άλλοι θα την θεωρούσαν αμόρφωτη. Η Μαρία ήξερε ότι είχε δυσκολία στην επικοινωνία κυρίως με αγνώστους και είχε αποφασίσει να καταβάλλει προσπάθειες να βελτιώσει την ικανότητάς της για επικοινωνία.
Γι’ αυτό είχε προτείνει να πάνε μια βόλτα στη φύση μήπως εκεί μπορέσει και επικοινωνήσει καλύτερα. Δυστυχώς λόγω βροχής ο περίπατος ανεβλήθη. Η Μαρία ένιωσε μεγάλη απογοήτευση. Η επιθυμία της για επικοινωνία ματαιώθηκε. Ο θυμός της ξέσπασε ανεξέλεγκτα για ασήμαντη αφορμή.
Η Μαρία δεν έχει σαφή επίγνωση των συναισθημάτων της, τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματά τους και κατά συνέπεια έχει μικρή αυτοεπίγνωση και ελαττωμένο αυτοέλεγχο.
Προσαρμοστικότητα:
Συγκρίνουμε δύο στελέχη εταιρειών. Το ένα βασανίζεται από ένταση. Λέει «Η ζωή μου θυμίζει αγώνα δρόμου. Προσπαθώ να προλάβω κάτι, να ανταποκριθώ στις προθεσμίες που μου επιβάλλονται, είμαι νευρικός και γεμάτος ένταση και συχνά βαριέμαι».
Το άλλο στέλεχος λέει: «Δεν βαριέμαι σχεδόν ποτέ, είμαι συνεχώς στον αγώνα και ό,τι κάνω το απολαμβάνω».
Ο τελευταίος διαθέτει ανθεκτικότητα. Πρόκειται για μια ιδιότητα να μένει κανείς αφοσιωμένος, να αισθάνεται ότι έχει τον έλεγχο και να θεωρεί το στρες σαν πρόκληση και όχι απειλή.
Υπ’ αυτή την έννοια υπάρχουν δύο είδη στρες. Το καλό και το κακό και αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά βιολογικά συστήματα.
Το καλό στρες ενεργοποιεί το συμπαθητικό μας σύστημα το οποίο λειτουργεί σε φυσιολογικό ρυθμό ώστε η διάθεσή μας να είναι θετική και η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε βρίσκεται στο βέλτιστο επίπεδο.
Ενώ το κακό στρες το έντονο προκαλεί την έκκριση σε μεγάλη ποσότητα ουσιών όπως οι κατεχολαμίνες, η ανδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη και η κορτιζόλη. Οι ουσίες αυτές σε μεγάλες ποσότητες δημιουργούν βλάβες στον οργανισμό όπως κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος με αποτέλεσμα την μειωμένη αντίσταση του οργανισμού στις διάφορες ασθένειες.

ΑΥΤΟΡΥΘΜΙΣΗ

ΑΥΤΟΡΥΘΜΙΣΗ

Αυτορύθμιση είναι το να μπορεί κανείς να διαχειρίζεται την εσωτερική του κατάσταση, τις παρορμήσεις του και τα προσωπικά του αποθέματα.
Η αυτορύθμιση δηλαδή ο χειρισμός των παρορμήσεων και των δυσάρεστων συναισθημάτων και η αντιμετώπιση των αντίξοων καταστάσεων αποτελούν τον πυρήνα πέντε συναισθηματικών ικανοτήτων.
Αυτοέλεγχος: Αποτελεσματικός χειρισμός διασπαστικών συναισθημάτων και παρορμήσεων.
Αξιοπιστία: Επίδειξη τιμιότητας και ακεραιτότητας.
Ευσυνειδησία: Αξιοπιστία και υπευθυνότητα στην εκπλήρωση υποχρεώσεων.
Προσαρμοστικότητα: Ευελιξία στο χειρισμό της αλλαγής και των προκλήσεων.
Καινοτομία: Το να είναι κανείς ανοιχτός σε πρωτοποριακές ιδέες, προσεγγίσεις και νέες πληροφορίες.
Παράδειγμα: Δύο συμφοιτητές του κολεγίου σε μια παρέα που έπαιζαν χαρτιά διαφώνησαν με μεγάλη ένταση και θυμό. Ο ένας ο Δημήτρης, άρχισε να ουρλιάζει, να βρίζει τον φίλο του κα να τον προκαλεί να παίξουν ξύλο. Ο άλλος ο Γιώργος ήταν ψύχραιμος, του είπε πολύ ήρεμα ότι θα έπρεπε να τελειώσουν το παιχνίδι πρώτα και μετά θα ήταν στη διάθεσή του. Ο Δημήτρης παρότι έβραζε από θυμό, συμφώνησε.
Μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι ο Δημήτρης είχε αρκετό χρόνο να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Μετά το τέλος του παιχνιδιού εζήτησε συγνώμη για το ξέσπασμά του.
Ξανασυναντήθηκαν μετά 20 χρόνια σε μια συγκέντρωση παλαιών συμφοιτητών. Ο Γιώργος είχε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία ενώ ο Δημήτρης ήταν άνεργος και αγωνιζόταν να κόψει τα ναρκωτικά και το ποτό.
Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο δηλώνει ότι κερδίζει πολλά αυτός, ο οποίος είναι σε θέση να πει όχι σε μια παρόρμηση.
Το βασικό εγκεφαλικό κύκλωμα αποτελείται από νευρώνες στους προμετωπιαίους λοβούς, οι οποίοι αναχαιτίζουν τα μηνύματα τα οποία προέρχονται από τα συναισθηματικά κέντρα, κυρίως από την αμυγδαλή, σε στιγμές οργής και πρόκλησης. Για τον Γιώργο το κύκλωμα αυτό προφανώς λειτουργούσε καλά, ενώ για τον Δημήτρη δεν λειτουργούσε καλά.
Παράδειγμα: Μερικά παιδιά ηλικίας 4 ετών συμμετείχαν σε ένα πείραμα που έγινε από ειδικούς ερευνητές στο νηπιαγωγείο της Πανεπιστημιούπολης του Στάνφορντ.
Τα παιδιά έμπαιναν σε ένα δωμάτιο το ένα μετά το άλλο. Μπροστά τους σε ένα τραπέζι υπήρχε μια καραμέλα. Οι ερευνητές έλεγαν στα παιδιά: «Εάν θέλεις μπορείς να πάρεις τώρα αυτή την καραμέλα να τη φας, εάν όμως δεν την πάρεις μέχρι να κάνω μια δουλειά και να επιστρέψω θα σου δώσω δύο».
Περίπου μετά από 14 χρόνια όταν ήταν σε ηλικία 18 ετών, έγινε σύγκριση μεταξύ των παιδιών που έφαγαν αμέσως την καραμέλα και σε εκείνα που έκαναν υπομονή για να πάρουν τελικά δύο. Τα ανυπόμονα παιδιά, σε σύγκριση με εκείνα που περίμεναν είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταρρεύσουν υπό συνθήκες στρες, ήταν πιο ευερέθιστα και εμπλέκονταν συχνά σε καβγάδες. Ήταν επίσης λιγότερο ικανά να αντισταθούν σε πειρασμούς, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους.
Ένα πολύ σπουδαίο επίσης εύρημα ήταν ότι τα παιδιά που περίμεναν για την καραμέλα ήσαν καταφανώς ανώτερα στα τέστς ακαδημαϊκών επιδόσεων. Αυτό σημαίνει ότι η παρορμητικότητα μειώνει την ικανότητα μάθησης. Η εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι μηνύματα συναισθηματικά τα οποία προέρχονται από την αμυγδαλή, απασχολούν τους προμετωπιαίους λοβούς μέσω ειδικών κυκλωμάτων.
Όσο λοιπόν περισσότερο απορροφημένοι είμαστε από σκέψεις βασισμένες στο συναίσθημα, τόσο λιγότερο χώρο προσοχής διαθέτουμε στην εργαζόμενη μνήμη, η οποία εντοπίζεται στους προμετωπιαίους λοβούς.
Για ένα παιδί του σχολείου σημαίνει ότι δείχνει μειωμένη προσοχή στο δάσκαλο, στο βιβλίο και γενικά στη μελέτη. Αν αυτό συνεχίζεται για πολλά χρόνια το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη γνώσεων, κάτι που αποκάλυψε η χαμηλότερη βαθμολογία στα τεστς ακαδημαϊκών επιδόσεων. Το ίδιο ισχύει και για την εργασία: Το κόστος της παρορμητικότητας και της τάσης του ατόμου να παρασύρεται από αντιπερισπασμούς είναι η μειωμένη ικανότητα μάθησης ή προσαρμογης.
Όταν τα παιδιά της μελέτης στο Στάνφορντ ενηλικιώθηκαν και εντάχθηκαν στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές τονίστηκαν ακόμη περισσότερο. Γύρω στα 30 τους χρόνια, αυτοί που είχαν αντισταθεί στη καραμέλα στην παιδική τους ηλικία είχαν ακόμη περισσότερες νοητικές ικανότητες, ήταν πιο προσεκτικοί και με μεγαλύτερη δυνατότητα συγκέντρωσης. Ήταν καλύτερα σε θέση να αναπτύξουν ειλικρινείς και στενές σχέσεις, περισσότερο αξιόπιστοι και υπεύθυνοι και έδειχναν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο σε συνθήκες ματαίωσης κάποιας επιθυμίας τους.
Αντίθετα εκείνοι πουν άρπαξαν την καραμέλα στα 4 χρόνια τους ήταν λιγότερο ικανοί από γνωστική άποψη και σαφώς λιγότερο συναισθηματικά ικανοί από εκείνους που είχαν συγκρατηθεί. Έδειχναν πιο συχνά ατομιστικές τάσεις, ήταν λιγότερο αξιόπιστοι, η προσοχή τους μπορούσε να διασπασθεί πιο εύκολα και δεν ήταν σε θέση να παραμερίζουν την επιθυμία για ικανοποίηση όταν επεδίωκαν κάποιους στόχους. Όταν βρίσκονταν υπό συνθήκες στρες, επιδείκνυαν ελάχιστη αντοχή ή αυτοέλεγχο. Αντιδρούσαν στην πίεση με ελάχιστη ευελιξία, επαναλάμβαναν την ίδια μάταιη και ακραία αντίδραση συνεχώς.
Η ιστορία των παιδιών της καραμέλας αποτελεί υπέροχο παράδειγμα για το κόστος των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων. Όταν είμαστε κάτω από την επίδραση της παρόρμησης, της ταραχής και της συναισθηματικότητας, η ικανότητά μας να σκεφτούμε και να εργαστούμε πλήττεται σοβαρά.
Η συναισθηματική αυτορύθμιση δεν σημαίνει απλώς περιορισμό της στενοχώριας ή καταστολή των παρορμήσεων. Μπορεί να σημαίνει και την ηθελημένη πρόκληση ενός συναισθήματος, ακόμα και δυσάρεστου.
Μερικοί εφοριακοί ελεγκτές, ετοιμάζονται να κάνουν επίσκεψη για έλεγχο αφού πρώτα ωθήσουν μόνοι τους τον εαυτό τους σε μια κατάσταση ευερεθιστότητας και εκνευρισμού. Οι γιατροί που είναι αναγκασμένοι να αναγγείλουν άσχημα νέα σε ασθενείς ή στις οικογένειές τους προετοιμάζονται υιοθετώντας την απαραίτητη θλιμμένη διάθεση όπως επίσης και οι εργολάβοι κηδειών όταν συναντούν τις πενθούσες οικογένειες. Στους τομείς των λιανικών πωλήσεων και της παροχής υπηρεσιών, οι προτροπές για φιλική συμπεριφορά απέναντι στους πελάτες είναι ουσιαστικά παγκόσμιο φαινόμενο.
Μια «σχολή σκέψης» υποστηρίζει ότι όταν οι εργαζόμενοι διατάσσονται να δείξουν ένα δεδομένο συναίσθημα αναγκάζονται να εκτελέσουν μια επαχθή «συναισθηματική εργασία» προκειμένου να κρατήσουν τη δουλειά τους. Όταν οι διαταγές του αφεντικού καθορίζουν τα συναισθήματα που πρέπει να εκφράσει κάποιος, το αποτέλεσμα είναι μια μορφή αποξένωσης του ατόμου αυτού από τα πραγματικά συναισθήματα. Οι υπάλληλοι των λιανικών πωλήσεων, οι αεροσυνοδοί και το προσωπικό των τουριστικών επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα σε εκείνους που έχουν τις περισσότερες ικανότητες να επιτυγχάνουν την ηθελημένη πρόκληση συναισθημάτων, ανάλογα με τη περίπτωση.
Η κοινωνιολόγος Άρλι Χοστσάιλντ, στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, αποκαλεί το φαινόμενο αυτό «εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων συναισθημάτων», ένα είδος συναισθηματικής τυραννίας.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. Ο παράγοντας που καθορίζει κατά πόσο αυτή η συναισθηματική προσπάθεια είναι επαχθής ή όχι , είναι κατά πόσο το άτομο ταυτίζεται με την εργασία που κάνει.
Για μια νοσηλεύτρια που θεωρεί τον εαυτό της συμπονετικό άτομο, τα λίγα λεπτά που αφιερώνει για να παρηγορήσει ένα θλιμμένο ασθενή δεν θεωρούνται φορτίο, αλλά εκείνο ακριβώς που δίνει νόημα στη δουλειά της.
Η έννοια του συναισθηματικού αυτοελέγχου δεν σημαίνει άρνηση ή καταπίεση των αληθινών συναισθημάτων. Η κακή διάθεση, για παράδειγμα, έχει και αυτή τα καλά της. Ο θυμός, η θλίψη και ο φόβος μπορούν να γίνουν πηγή δημιουργικότητας, ενέργειας και στενής σχέσης με τους άλλους ανθρώπους. Ο θυμός μπορεί να γίνει έντονη πηγή κινητοποίησης ιδιαίτερα όταν πηγάζει από την ανάγκη να επανορθωθεί μια αδικία ή ανισότητα. Το μοίρασμα της θλίψης μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους. Επίσης η ανυπομονησία που γεννιέται από το άγχος, αν δεν είναι υπερβολική μπορεί να υποκινήσει το δημιουργικό πνεύμα.
Ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος είναι ταυτόσημος με την άσκηση υπερβολικού ελέγχου, το πνίξιμο δηλαδή κάθε συναισθήματος και αυθορμητισμού. Όταν γίνεται υπερβολικός έλεγχος συναισθημάτων υπάρχει ένα σωματικό και διανοητικό κόστος. Άνθρωποι που καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, ιδιαίτερα τα έντονα αρνητικά συναισθήματα, εμφανίζουν αύξηση του καρδιακού ρυθμού και αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Όταν αυτή η συναισθηματική καταστολή γίνεται χρόνια κατάσταση, μπορεί να βλάψει τη σκέψη, να παρακωλύσει τη διανοητική επίδοση και να δημιουργήσει προβλήματα στην ομαλή κοινωνική αλληλεπίδραση.
Η σωστή συναισθηματική αυτορύθμιση σημαίνει να έχουμε την δυνατότητα να επιλέξουμε πώς να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας.
Έγινε μια μελέτης στις ΗΠΑ μεταξύ 2.000 προϊσταμένων, διευθυντών και ανώτερων στελεχών σε διάφορες εταιρείες και οργανισμούς και έδειξε ότι ενώ οι διευθυντές, δηλαδή τα μεσαία στελέχη, με την καλύτερη επίδοση ήταν πιο αυθόρμητοι από τους μέτριους συναδέλφους τους, τα ανώτερα στελέχη διέθεταν μεγαλύτερο έλεγχο βαθμίδων. Προφανώς, τα ανώτερα στελέχη έδιναν μεγαλύτερη σημασία στις επιπτώσεις της έκφρασης ενός «λανθασμένου» συναισθήματος σε μια δεδομένη περίσταση.
Αυτή η μετρημένη προσέγγιση που παρατηρείται στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας ανταποκρίνεται στην αίσθηση ότι ο χώρος της εργασίας αποτελεί ειδική περίπτωση στο θέμα των συναισθημάτων, είναι σχεδόν μια διαφορετική «κουλτούρα».
Μέσα στα πλαίσια του στενού περιβάλλοντος των φίλων και της οικογένειας μπορούμε να εκφράσουμε και να αναλύσουμε ό,τι συναίσθημα θεωρούμε σημαντικό. Στην εργασία όμως συχνά κυριαρχούν διαφορετικοί συναισθηματικοί κανόνες.

ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ

ΔΙΑΙΣΘΗΣΗ

Η ζωή πολύ συχνά μας φέρνει αντιμέτωπους με δύσκολες αποφάσεις, με συγκεχυμένα και ασαφή δεδομένα που απέχουν πολύ από την ξεκάθαρη και σαφή λογική που μάθαμε κατά την διάρκεια των σπουδών μας, σχετικά με την ανάλυση του κινδύνου κατά τη λήψη αποφάσεων.
Η προσέγγιση αυτή, δηλαδή προσέγγιση με τη σαφή λογική θεωρείται ο κατεξοχήν τρόπος για τη λήψη αποφάσεων, στα πραγματικά καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην εργασία αλλά και στο κοινωνικό περιβάλλον γενικότερα.
Δηλαδή σε ποιο άτομο θα δώσουμε προαγωγή, με ποια εταιρεία πρέπει να συγχωνευθούμε, ποια στρατηγική marketing πρέπει να ακολουθήσουμε, αν πρέπει να δεχθούμε μια επαγγελματική συμφωνία, αν πρέπει να κάνουμε μια αγορά, αν πρόκειται να εμπιστευθούμε κάποιο πρόσωπο.
Όταν πρόκειται για αποφάσεις αυτού του τύπου, τότε κάποια ενδόμυχα συναισθήματα μας προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες τις οποίες δεν πρέπει να αγνοούμε, γιατί πολλές φορές όταν αγνοούμε αυτά τα ενδόμυχα συναισθήματα, μπορεί να το μετανιώσουμε μελλοντικά.
Αυτά τα ενδόμυχα συναισθήματα είναι η Διαίσθηση.
Κάποια μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ με ένα ερωτηματολόγιο σε 60 μεγάλους και πολύ επιτυχημένους επιχειρηματίες, μόνο ένας απάντησε ότι οι επιχειρηματικές του αποφάσεις λαμβάνονταν αποκλειστικά με βάση τη κλασσική μέθοδο ανάλυσης των δεδομένων, για να προσθέσει όμως ακόμα και αυτός ότι την τελική του απόφαση την έπαιρνε παρ’ όλα αυτά διαισθητικά.
Όλοι οι υπόλοιποι 59 είτε βασίζονταν στα συναισθήματά τους για να αποδεχθούν ή να απορρίψουν μια ορθολογιστική ανάλυση, είτε επέτρεπαν στα συναισθήματά τους να τους καθοδηγήσουν και στη συνέχεια έψαχναν για τα λογικά δεδομένα ή το σκεπτικό που θα μπορούσε να υποστηρίζει το ενδόμυχο συναίσθημά τους.
Ένα επιχειρηματίας είπε: «Η πρώτη μου ενέργεια είναι να ασχοληθώ με το θέμα βήμα προς βήμα, συνειδητά, σχολαστικά και πολύ αναλυτικά, ταυτόχρονα όμως και η συναισθηματική πλευρά παίζει και αυτή το ρόλο της. Νομίζω ότι χρειάζονται και τα δύο».
Κάποιος άλλος τόνισε πόσο μάταιο είναι να προσπαθεί κανείς να πάρει αποφάσεις αποκλειστικά με ορθολογιστικό τρόπο, στηριζόμενος μόνο στις μεθόδους που έχει διδαχθεί κατά την διάρκεια των σπουδών του.
«Όταν το κάνεις αυτό και είσαι τελείως αντικειμενικός, το μόνο που έχεις στην πραγματικότητα είναι ψυχρές στατιστικές. Μέσα σου όμως διαθέτεις κάτι που θυμίζει μετρητή, ο οποίος ζυγίζει όλα αυτά τα δεδομένα… Η βελόνα του μετρά τα συναισθήματα. Μερικές φορές το μυαλό λέει αυτό μη το κάνεις θα ενοχλήσει αρκετούς ανθρώπους, μέσα μου όμως κάτι μου λέει ότι είναι σωστό να το κάνω.».
Η ικανότητα να διαβάζουμε αυτές τις υποκειμενικές αποχρώσεις του συναισθήματος, έχει τις αρχέγονες ρίζες της στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.
Οι περιοχές του εγκεφάλου που αφορούν τα ενδόμυχα συναισθήματα είναι πολύ παλαιότερες από τα κέντρα που αφορούν την λογική σκέψη.
Πρώτα λοιπόν γεννήθηκαν τα συναισθήματα και εν συνεχεία η λογική. Το κέντρο αποθήκευσης των συναισθημάτων που προκαλεί η εμπειρία, είναι ένας εγκεφαλικός σχηματισμός που λέγεται αμυγδαλή, γιατί έχει σχήμα αμυγδάλου.
Η αμυγδαλή λοιπόν, στέλνει συνέχεια στο ανώτερο εγκέφαλο μηνύματα και μας προειδοποιεί όταν πρόκειται να λάβουμε κάποια απόφαση.
Μερικά άτομα είναι εκ φύσεως ιδιαίτερα προικισμένα να αποκωδικοποιούν αυτά τα μηνύματα. Τότε λέμε ότι αυτά τα άτομα έχουν ανεπτυγμένη διαίσθηση. Αυτά τα οποία δεν την έχουν ανεπτυγμένη μπορούν να την καλλιεργήσουν.
Έρευνες των τελευταίων ετών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι σχεδιασμένος όπως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, που μπορεί να μας δώσει μια σαφή ανάλυση όλων των λογικών επιχειρημάτων υπέρ και κατά μιας απόφασης, βάσει προηγούμενων εμπειριών από ανάλογες καταστάσεις. Αντίθετα, ο εγκέφαλος κάνει κάτι πολύ πιο περίπλοκο, ζυγίζει τα κοινά σημεία από συναισθηματική άποψη αυτών των προηγούμενων εμπειριών και μας δίνει την απάντηση με ένα προαίσθημα, μια ενδόμυχη αίσθηση.
Αυτή η αίσθηση για το σωστό ή το λάθος που υπάρχει μέσα στο σώμα μας είναι κομμάτι μιας συνεχούς υπόγειας ροής συναισθημάτων που εκτυλίσσονται ασταμάτητα κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ακριβώς όπως υπάρχει και ένα παράλληλο ρεύμα εμφανών συναισθημάτων. Η άποψη ότι υπάρχει καθαρή σκέψη, λογική γυμνή από συναισθήματα είναι μύθος.
Έχουμε συναισθήματα για όλα όσα σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε, θυμόμαστε.
Η σκέψη και το συναίσθημα είναι υφασμένα μαζί στον ίδιο ιστό και δεν μπορούν να ξεχωρίσουν.
Αυτού του είδους τα φευγαλέα συναισθήματα είναι κατά κανόνα πολύ αμυδρά, δεν είναι έντονα, αλλά όμως είναι πολύ σημαντικά. Όχι ότι το ενδόμυχο συναίσθημα μετρά περισσότερο από τα γεγονότα, θα πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με τα γεγονότα. Όταν είμαστε συντονισμένοι με τα συναισθήματά μας, λαμβάνομε σημαντικές πληροφορίες που μας βοηθούν να συνεχίσουμε το ταξίδι της ζωής. Αυτή η αίσθηση για το σωστό ή το λάθος είναι που μας λέει αν αυτό που κάνουμε ταιριάζει ή όχι στις προτιμήσεις μας, στις αξίες που μας καθοδηγούν και στη σοφία που έχουμε αποκτήσει στη ζωή.
Στους χώρους εργασίας π.χ. οι διευθυντές που είναι υπεύθυνοι για τις πιστώσεις πρέπει να διαισθάνονται πότε μια δοσοληψία μπορεί να έχει άσχημη κατάληξη, ακόμη και όταν οι αριθμοί φαίνονται μια χαρά.
Άλλα στελέχη πρέπει να μαντεύουν σωστά εάν ένας υποψήφιος ο οποίος διαθέτει τα τυπικά προσόντα θα δέσει με την ομάδα εργασίας.
Όλες αυτές οι αποφάσεις επιβάλλουν να έχουμε την ικανότητα να εντάξουμε μέσα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων την διαισθητική μας αντίληψη για το σωστό ή το λάθος.
Ανάμεσα σε 3.000 στελέχη επιχειρήσεων στις ΗΠΑ που συμμετείχαν σε μια μελέτη σχετικά με τη λήψη αποφάσεων, εκείνοι που βρίσκονταν στην κορυφή σε πολλούς τομείς ήταν ταυτόχρονα και οι πιο ικανοί στο να χρησιμοποιούν την διαίσθηση, προκειμένου να καταλήξουν σε αποφάσεις.
Ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας λέει: «Μια διαισθητική απόφαση δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια υποσυνείδητη λογική ανάλυση…».
Η διαίσθηση μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εργασιακή ζωή όταν πρόκειται για ανθρώπους.
Ο Πρόεδρος μιας μεγάλης διεθνούς εταιρείας ανεύρεσης στελεχών στην Ζυρίχη, εξειδικευμένης στην ανεύρεση ανώτερων στελεχών για πολυεθνικές εταιρείες, λέει: «Αυτή η δουλειά βασίζεται αποκλειστικά στη διαίσθηση από το Α έως το Ω. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διερευνήσεις τη χημεία μιας εταιρείας, να ζυγίσεις τον γενικό διευθυντή, τα προσωπικά του χαρακτηριστικά και τις προσδοκίες του, τον τόνο που δίνει στην επιχείρηση και τη φιλοσοφία που πηγάζει από αυτόν. Πρέπει να κατανοήσεις πώς λειτουργεί η διευθυντική ομάδα, πως συμπεριφέροντε τα άτομα μεταξύ τους. Υπάρχει κάτι σε κάθε επιχείρηση που θα μπορούσες να το ονομάσεις «μυρωδιά». Μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα που μπορεί να νιώσεις».
Αφού καταγράφει αυτά τα στοιχεία αξιολογεί με ανάλογο διαισθητικό τρόπο τους πιθανούς υποψηφίους για την εργασία.
Λέει: «Ξέρω μέσα σε 30΄΄ δευτερόλεπτα από τη στιγμή που συναντώ κάποιον αν η προσωπική του χημεία ταιριάζει με εκείνη του πελάτημου – βέβαια πρέπει επίσης να αναλύσω τη σταδιοδρομία, τις συστάσεις του και όλα τα σχετικά. Ωστόσο εάν δεν καταφέρει να περάσει το κριτήριο της διαίσθησής μου δεν ασχολούμαι περισσότερο. Αν όμως το μυαλό, η καρδιά και η διαίσθησή μου λένε ότι πρόκειται για το σωστό άτομο τότε το προτείνω».
Αυτό συμφωνεί απόλυτα με δεδομένα από μελέτες που πραγματοποιήθησαν στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαντ στις ΗΠΑ.
Το συμπέρασμα από αυτές τις μελέτες είναι ότι οι άνθρωποι μπορούν να διαισθανθούν μέσα στα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα μιας επαφής ποια είναι η βασική εντύπωση που θα σχηματίσουν για τον άλλον μετά από δεκαπέντε λεπτά ή μισό χρόνο.
Για παράδειγμα εάν οι άνθρωποι παρακολουθούσαν έστω και για τριάντα δευτερόλεπτα καθηγητές που δίνουν μια διάλεξη, μπορούν να αξιολογήσουν την ικανότητα κάθε καθηγητή με ακρίβεια που αγγίζει περίπου το 80 %.
Πολλές φορές ένας γιατρός κατευθύνεται στη διάγνωση δύσκολων περιστατικών από τη διαίσθησή του. Αυτή την ικανότητα την αποκαλούμε κλινικό αισθητήριο και είναι πάρα πολύ σημαντικό για την επιστημονική και επαγγελματική εξέλιξη ενός γιατρού.
Επίσης πρέπει να αναφέρω ότι συνήθως, τα ηλικιωμένα άτομα έχουν εντονότερη διαίσθηση απ’ ότι τα νεαρά, γιατί τα ηλικιωμένα διαθέτουν περισσότερες εμπειρίες στη ζωή.
Η διαίσθηση συμβάλλει στο να δεχόμαστε και να νιώθουμε τα μηνύματα που προέρχονται από τη δική μας εσωτερική δεξαμενή της συναισθηματικής μνήμης, η οποία είναι η προσωπική μας αποθήκη σοφίας και κρίσης.

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Ενσυναίσθηση είναι η επίγνωση ων συναισθημάτων, των αναγκών και των ανησυχιών των άλλων.
Η ενσυναίσθηση αντιπροσωπεύει τη θεμελιώδη δεξιότητα για όλες τις κοινωνικές ικανότητες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
Κατανόηση των άλλων: Το να νιώθει κανείς τα συναισθήματα και την άποψη των άλλων και να δείχνει ενεργό ενδιαφέρον για τις ανησυχίες τους.
Προσανατολισμός στην παροχή υπηρεσιών: Πρόβλεψη, αναγνώριση των αναγκών των άλλων και ικανοποίησή τους.
Ενίσχυση της ανάπτυξης των άλλων: Αίσθηση του τι έχουν οι άλλοι ανάγκη για να αναπτυχθούν και ενίσχυση των δυνατοτήτων τους.
Σωστός χειρισμός της διαφορετικότητας: Δημιουργία και καλλιέργεια ευκαιριών σε διαφορετικά είδη ανθρώπων.
Χειρισμός ομάδων: Αναγνώριση των συναισθηματικών τάσεων μιας ομάδας και ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που την αποτελούν.
Όπως παρατήρησε ο Φρόϊντ, ο πατέρας της ψυχανάλυσης: «Οι θνητοί δεν μπορούν να κρατήσουν κανένα μυστικό. Ακόμη και όταν τα χείλη τους μένουν σιωπηλά, φλυαρούν με τις άκρες των δακτύλων τους, η προδοσία ξεχειλίζει μέσα από κάθε πόρο τους».
π.χ. Οι νευρικές κινήσεις μιας διαπραγματεύτριας έρχονται σε αντίθεση με το ανέκφραστο πρόσωπό της.
Η προσποιητή αδιαφορία ενός πελάτη που κάνει παζάρια σε μια έκθεση αυτοκινήτων, έρχεται σε αντίθεση με τον ενθουσιώδη τρόπο με τον οποίον κινείται προς το μοντέλο της αρεσκείας του.
Το να μπορεί κανείς να εντοπίσει συναισθηματικές ενδείξεις, είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι έχουν λόγο να αποκρύψουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο στις καθημερινές επαφές των ανθρώπων.
Η αίσθηση αυτού που νιώθουν οι άλλοι χωρίς να το λένε, αποτελεί την ουσία της ενσυναίσθησης. Οι άλλοι σπάνια μας λένε με λόγια αυτό που αισθάνονται, αντίθετα μας το λένε με τον τόνο της φωνής τους, την έκφραση του προσώπου τους, ή άλλους μη λεκτικούς τρόπους. Η ικανότητα να νιώθει κανείς αυτά τα αδιόρατα σήματα στην επικοινωνία, θεμελιώνεται πάνω σε πιο βασικές ικανότητες, ιδιαίτερα στην αυτοεπίγνωση, δηλαδή το «γνώθι εαυτόν» και τον αυτοέλεγχο. Εάν δεν έχουμε την ικανότητα να νιώσουμε τα δικά μας συναισθήματα ή να τα εμποδίσουμε να μας κατακλύσουν, δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε οποιαδήποτε επαφή με τις διαθέσεις των άλλων.
Η ενσυναίσθηση είναι το κοινωνικό μας ραντάρ. Οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτού του είδους την ευαισθησία είναι κοινωνικά αδέξιοι. Η αδεξιότητα αυτή εκδηλώνεται είτε με την παρανόηση των συναισθημάτων, είτε μέσω μιας μηχανικής ασυντόνιστης ουδετερότητας ή αδιαφορία που καταστρέφει τη σχέση. Μια μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η έλλειψη ενσυναισθησίας είναι μια τυπική, ψυχρή αντίδραση απέναντι στους άλλους σαν να επρόκειτο για κάτι στερεότυπο, αντί για το μοναδικό άτομο που είναι ο καθένας.
Με όρους της κλασσικής ψυχολογίας λέμε ότι ο άνθρωπος που δεν έχει ενσυναίσθηση δεν έχει καλή συναισθηματική επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
Εν κατακλείδι, η ενσυναίσθηση απαιτεί από το άτομο να είναι ικανό να διαβάζει τα συναισθήματα των άλλων, σε ανώτερο επίπεδο, σημαίνει να μπορεί κανείς να αισθάνεται και να αντιδρά στις εκφρασμένες ανησυχίες ή τα συναισθήματα ενός ατόμου. Στα πολύ υψηλά επίπεδα ενσυναίσθηση σημαίνει κατανόηση των προβληματισμών και των ανησυχιών που κρύβονται πίσω από τα συναισθήματα του άλλου.
Το κλειδί για τη συνειδητοποίηση του συναισθηματικού πεδίου στο οποίο κινούνται οι άλλοι, είναι η εξειδίκευση με το δικό μας πεδίο συναισθημάτων.
Οι σύντροφοι που διαθέτουν ενσυναίσθηση, κάνουν κάτι τελείως ασυνήθιστο από σωματική άποψη: το σώμα τους μιμείται το σώμα του συντρόφου τους όταν μπαίνουν ενσυναισθηματικά στη θέση του. Αν ο καρδιακός ρυθμός του ενός συντρόφου επιταχύνεται ή επιβραδύνεται, το ίδιο ισχύει και για τον καρδιακό ρυθμό του άλλου.
Αυτό που υποστηρίζει ο Δαρβίνος ήταν ότι η συγκεκριμένες δύο ικανότητες δηλαδή το να εκφράζουμε και να διαβάζουμε συναισθήματα, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη, στην δημιουργία αλλά και στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης τα αρνητικά συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος και ο θυμός, είχαν σαφώς τεράστια σημασία για την επιβίωση, κάνοντας ένα ζώο που αντιμετωπίζει μια απειλή να πολεμήσει ή να το βάλει στα πόδια. Κατά μια έννοια αυτή την τάση την έχουμε ακόμη και σήμερα. Διαβάζουμε τα συναισθήματα του άλλου και ανταποκρινόμαστε πιο έντονα σε εκείνον που έχει επίσης άσχημη διάθεση, απ’ ότι σε κάποιον με καλή διάθεση.
Προϋπόθεση για την ενσυναίσθηση είναι η αυτοεπίγνωση, το να αναγνωρίζει δηλαδή κανείς αυτά τα ενστικτώδη σήματα των συναισθημάτων στο ίδιο του το σώμα.
Η ομαλότητα σε οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυθόρμητη προσέλκυση. Όταν δύο άνθρωποι αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους, είναι σαν να ξεκινούν αυτόματα έναν αμυδρό, αρμονικό χορό, συγχρονίζοντας τις κινήσεις και τις στάσεις τους, τον τόνο της φωνής τους, αυτά που λένε, ακόμα και η διάρκεια των παύσεων που μεσολαβούν από τη στιγμή που μιλά ο ένας μέχρι να αντιδράσει ο άλλος.
Αυτή η αμοιβαία μίμηση είναι πέρα από τη συνειδητή επίγνωση και φαίνεται να ελέγχεται από τα πιο πρωτόγονα τμήματα του εγκεφάλου.
Οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί ενεργοποιούνται με αστραπιαία ταχύτητα σε 1/50 περίπου του δευτερολέπτου. Όταν δεν υπάρχει αυτός ο αυτόματος συντονισμός, δεν αισθανόμαστε ιδιαίτερα άνετα.
Μια από τις βασικές πτυχές του αμοιβαίου συντονισμού είναι η έκφραση του προσώπου. Όταν βλέπουμε ένα χαρούμενο ή ένα θυμωμένο πρόσωπο, ανάλογο συναίσθημα γεννιέται και σε εμάς, αν και σε πιο ήπια μορφή.
Ανάλογα με το πόσο υιοθετούμε το ρυθμό, τη στάση του σώματος και την έκφραση του προσώπου του άλλου, αρχίζουμε να μπαίνουμε στο δικό του συναισθηματικό χώρο και καθώς το σώμα μας μιμείται το σώμα του άλλου, αρχίζουμε να βιώνουμε το συναισθηματικό συντονισμό.
Οι ρίζες της ενσυναίσθησης μπορούν να εντοπιστούν ήδη από την νηπιακή ηλικία. Ακόμα και λίγους μήνες μετά την γέννηση, τα βρέφη αντιδρούν σε μια ενόχληση που υφίστανται τα άτομα του περιβάλλοντός τους, σαν να αφορά τα ίδια και κλαίνε βλέποντας τα δάκρυα και το κλάμα κάποιου άλλου παιδιού.
Ο Ντάνιελ Στέρν, Ψυχίατρος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κορνέλ στις ΗΠΑ, πιστεύει ότι τα βασικότερα μαθήματα συναισθηματικής ζωής βασίζονται στις πρώιμες συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών.
Από αυτές τις σχέσεις οι πιο κρίσιμες είναι όσες αφήνουν το παιδί να καταλάβει ότι τα συναισθήματά του αντιμετωπίζονται με ενσυναίσθηση, ότι γίνονται αποδεκτά και ανταποδίδονται σε μια διαδικασία που ο Στέρν αποκαλεί εναρμόνιση. Ο Στέρν ισχυρίζεται ότι οι αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες στιγμές εναρμόνισης και αποσυντονισμού μεταξύ γονιού και παιδιού, διαμορφώνουν τις συναισθηματικές προσδοκίες που μεταφέρουν οι ενήλικες στις πολύ προσωπικές τους σχέσεις.
Η εναρμόνιση συμβαίνει σιωπηλά, ως ένα μέρος του ρυθμού της σχέσης. Μέσα από την εναρμόνιση οι μητέρες δίνουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι εκείνες έχουν συναίσθηση του τι νιώθει το παιδί.
Για παράδειγμα, ένα μωρό τσιρίζει από χαρά και η μητέρα επιβεβαιώνει αυτή την αγαλλίαση είτε κουνώντας το ελαφρά, είτε γουργουρίζοντας, είτε ταιριάζοντας τη φωνή της με το τσίριγμα του μωρού. Σε μια τέτοια αλληλεπίδραση, το μήνυμα της επιβεβαίωσης είναι ότι η μητέρα συμμερίζεται το επίπεδο διέγερσης του παιδιού.
Τέτοιες μικροεναρμονίσεις δίνουν στο παιδί την καθησυχαστική αίσθηση ότι βρίσκεται σε συναισθηματική επαφή.
Η εναρμόνιση είναι πολύ διαφορετική από την απλή μίμηση. «Όταν μιμείσαι ένα μωρό» γράφει ο Στέρν, «αυτό δείχνει μόνο ότι γνωρίζεις τι έκανε, όχι πως ένιωσε. Για να του δώσεις να καταλάβει ότι νιώθει, πρέπει να επαναλάβεις από την αρχή τα εσώτερα συναισθήματά του με άλλο τρόπο. Τότε το παιδί θα νιώσει ότι το κατάλαβες».
Η ερωτική πράξη είναι ίσως η πράξη στη ζωή των ενηλίκων που μοιάζει περισσότερο μ’ αυτή τη βαθιά εναρμόνιση μητέρας παιδιού.
«Το να κάνεις έρωτα», γράφει ο Στέρν, «περικλείει την εμπειρία της αίσθησης του πως νιώθει υποκειμενικά ο άλλος». Πρόκειται για την επιθυμία που μοιράζεται, τις προθέσεις που ταυτίζονται, τις αμοιβαίες στιγμές συγχρονικής διέγερσης, όπου οι εραστές αντιδρούν ο ένας προς τον άλλον με έναν συγχρονισμό που αντανακλά τη σιωπηλή αίσθηση της βαθιάς σχέσης ανάμεσά τους. Το να κάνεις έρωτα είναι στη καλύτερη περίπτωση μια πράξη αμοιβαίας ενσυναίσθησης.
Η παρατεταμένη παρουσία εναρμόνισης μεταξύ γονιού και παιδιού έχει για το παιδί ένα τρομερό συναισθηματικό τίμημα. Όταν ένας γονιός αποτυγχάνει να εκδηλώσει οποιαδήποτε ενσυναίσθηση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα συναισθημάτων του παιδιού, όπως χαρά, κλάμα, ανάγκη για αγκαλιά, τότε το παιδί αρχίζει να αποφεύγει να εκφράζει και ίσως ακόμα και να νιώθει αυτά τα συναισθήματα. Με τον τρόπο αυτό, είναι πιθανό ολόκληρα φάσματα συναισθημάτων να αρχίσουν να εξαλείφονται από το ρεπερτόριο των πολύ προσωπικών σχέσεων στην μετέπειτα ενήλικη ζωή, ιδιαίτερα αν στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας αυτά τα συναισθήματα εξακολουθούσαν να αποθαρρύνονται είτε με έμμεσο, είτε με έκδηλο τρόπο.
Η έλλειψη ενσυναίσθησης και εναρμόνισης στην παιδική ηλικία, ενοχοποιείται για διάφορες ψυχολογικές διαταραχές ή ψυχιατρικές παθήσεις στην μετέπειτα ηλικία.
Στην εργασία η ενσυναίσθηση είναι απαραίτητη, εάν δεν διαθέτουμε αυτό το κοινωνικό ραντάρ, είμαστε ευάλωτοι, γιατί στερούμαστε αυτό το σύστημα της συναισθηματικής καθοδήγησης που μας βοηθά να τα βγάλουμε πέρα.
Σε περίπτωση που είναι σημαντική η δεξιοτεχνική ανάγνωση των συναισθημάτων ενός ατόμου, από τον χώρο των πωλήσεων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε οργανισμούς μέχρι την ψυχοθεραπεία και την ιατρική, καθώς και στην ηγεσία κάθε είδους, η ενσυναίσθηση είναι ζωτικής σημασίας για την υπεροχή.
Η ιατρική είναι ένας χώρος ο οποίος αντιλαμβάνεται άμεσα τα ωφέλει της ενσυναίσθησης.
Γιατροί που μπορούν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των ασθενών τους έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη δουλειά τους απ’ ό,τι οι λιγότερο ευαίσθητοι συνάδελφοί τους.
Η ενσυναίσθηση μπήκε και σε εταιρείες έρευνας και ανάπτυξης. Οι ερευνητές σε αυτές, παρακολουθούν τους πελάτες να χρησιμοποιούν τα προϊόντας μιας εταιρείας στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας. Αυτό το κρυφοκοίταγμα στον κόσμο του πελάτη προσφέρει μια πληρέστερη κατανόηση από εκείνη που θα μπορούσε να αποκτηθεί μέσω των κλασσικών μεθόδων. Αυτή η εγγύτατη διερεύνηση της ζωής ενός πελάτη, σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα μιας εταιρείας απέναντι στην αλλαγή, είναι ένας αποτελεσματικός συνδυασμός. Η ικανότητα να διαβάζει κανείς σωστά τις ανάγκες των πελατών είναι κάτι που από τη φύση τους διαθέτουν οι καλύτεροι διευθυντές ομάδων ανάπτυξης προϊόντων. Το να μπορεί κανείς να διαβάσει τι θέλει η αγορά σημαίνει ενσυναίσθηση σε σχέση με τους πελάτες, οπότε στη συνέχεια να μπορεί να αναπτύξει το προϊόν που ταιριάζει στις ανάγκες τους. Ένας διευθυντής μιας μεγάλης εταιρείας, της Ford Motor των ΗΠΑ λέγει: «Οι πελάτες αισθάνονται τις ξεχωριστές ιδιότητες σε ένα προϊόν. Επομένως, αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να συντονιστούμε με τα συναισθήματα των πελατών μας. Για να το κάνουμε αυτό έπρεπε να διαθέτουμε ενσυναίσθηση. Είπα στους διευθυντές σχεδιασμού: «Ξεχάστε τα δεδομένα που είχατε από την έρευνα αγοράς. Βγείτε και μιλήστε με τους ανθρώπους για τους οποίους ετοιμάζουμε το προϊόν. Ακούστε, νιώστε, κατανοήστε. Κοιτάξτε τους στα μάτια, νιώστε βαθιά μέσα σας αυτό που επιθυμούν».
Ένας άλλος διευθυντής πωλήσεων είπε: «Όταν θέλεις απεγνωσμένα να κάνεις μια πώληση, δεν είσαι σε θέση να ακούσεις. Στις πωλήσεις όταν κάποιος εκφράζει αντιρρήσεις είναι να μπορείς να πεις: «Έχεις απόλυτο δίκιο, αυτό θα πρέπει να το σκεφτούμε. Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλύτερα όταν μπορείς να ακούσεις τον άλλον και να δείξεις κατανόηση για την άποψή του».
Η σωστή ακρόαση είναι σημαντική για την επιτυχία στο χώρο της εργασίας.
Εκείνοι που δεν μπορούν να ακούσουν ή που απλώς δεν το κάνουν, δείχνουν αδιάφοροι, κάτι που με τη σειρά του κάνει τους άλλους να εκδηλώνουν μικρότερη διάθεση επικοινωνίας. Η ακρόαση είναι μια τέχνη. Το πρώτο βήμα είναι να δίνει κανείς την αίσθηση ότι κατ’ αρχήν είναι ανοιχτός να ακούσει. Διευθυντές που ακολουθούν την πολιτική της «ανοιχτής πόρτας», που δείχνουν ότι μπορεί να τους προσεγγίσεις ή ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα για να ακούσουν τι έχουν να τους πουν οι άλλοι, διαθέτουν αυτήν ακριβώς την ικανότητα. Και τα άτομα τα οποία δείχνουν ότι είναι εύκολο να τους μιλήσει κανείς είναι εκείνα που ακούν περισσότερο.
Στους κύκλους των πωλήσεων κάποιοι αντιμετωπίζουν την ενσυναίσθηση με πολύ στενόμυαλο τρόπο, υποστηρίζοντας ότι αν μπει κανείς στη θέση του πελάτη, αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών που οι πελάτες δεν θέλουν ή δεν χρειάζονται πραγματικά. Αυτό βεβαίως, σημαίνει μια κάπως κυνική ή απλοϊκή αντίληψη για το πιο είναι το καθήκον ενός πωλητή, που με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό μόνο μέσα από την ανάγκη να επιτευχθεί η πώληση και όχι ως δημιουργία ή βελτίωση της σχέσης με τον πελάτη. Μια πιο εμπνευσμένη άποψη περί πωλήσεων, ωστόσο, θεωρεί ότι καθήκον του πωλητή είναι να μπορεί να ακούσει καλά και να κατανοήσει τι χρειάζεται ο πελάτης, βρίσκοντας στη συνέχεια τον τρόπο για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.
Το παλαιό στερεότυπο ότι οι πωλήσεις γίνονται από τον πλέον γλυκομίλητο εξωστρεφή πωλητή, ο οποίος μιλάει συνέχεια χωρίς να είναι καλός ακροατής, δεν επιβεβαιώθηκε από έρευνες που έγιναν στις ΗΠΑ. Δεν θεωρήθηκε αρκετό να είναι κανείς εξωστρεφής κα να μιλά γρήγορα. Οι αγοραστές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ήταν υπέρ των αντιπροσώπων που έδειχναν περισσότερη ενσυναίσθηση και ενδιαφέρον για τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην περίπτωση που η ενσυναίσθηση συνοδευόταν και από την αίσθηση ότι μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στον αντιπρόσωπο των πωλήσεων.
Δεν είναι αρκετό να έχουμε ενσυναίσθηση, δηλαδή να καταλαβαίνουμε τα αισθήματα των άλλων. Πρέπει να νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι που δείχνουν να μη διαθέτουν ενσυναίσθηση στην ουσία το κάνουν μάλλον ηθελημένα, ίσως αποφεύγουν να νοιαστούν, προκειμένου να διατηρήσουν κάποια απόσταση και να αντισταθούν στην ανάγκη να εμπλακούν σε κάποια σχέση την οποίαν για κάποιο λόγο δεν επιθυμούν.
π.χ. Οι δικηγόροι διακρίνονται για την καλά μελετημένη αδιαφορία που δείχνουν απέναντι στα προβλήματα της άλλης πλευράς κατά τη διαδικασία της αντιδικίας.
Υπάρχει μια κατάσταση η οποία λέγεται, «θλίψη της ενσυναίσθησης», όπου ένας άνθρωπος αισθάνεται να συμπάσχει με την αγωνία κάποιου άλλου.
Παράδειγμα: Η Μαρία υπήρξε νοσηλεύτρια σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο, αλλά τώρα ζητούσε να μετατεθεί σε άλλο νοσοκομείο, όχι παιδιατρικό. Γιατί; Είπε τα εξής:
«Απλώς δεν μπορώ να φροντίσω ακόμα ένα παιδάκι που πρόκειται να πεθάνει από καρκίνο. Δεν αντέχω άλλο»
Η νοσηλεύτρια αυτή αντί να συμβάλλει στην ανακούφιση του πόνου και της αγωνίας των παιδιών, είχε γίνει ένα με αυτές τις καταστάσεις, είχε πλήρως ταυτιστεί και επομένως δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται όταν κάποιος με υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης εκτίθεται στις αρνητικές διαθέσεις κάποιου άλλο και δεν έχει τις απαραίτητες δεξιότητες αυτορύθμισης για να κατευνάσει τη δυσφορία που του προκαλεί η ταύτιση με τον άλλον.
Μια άλλη δεξιότητα που πρέπει να καλλιεργήσουμε και έχει προϋπόθεση την ενσυναίσθηση είναι το να νιώθουμε ανάγκες των άλλων και να τους βοηθάμε να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Η ουσία της προγύμνασης και της ανάπτυξης των άλλων είναι η συμβουλευτική. Η αποτελεσματικότητα της συμβουλευτικής διαδικασίας καθορίζεται από την ενσυναίσθηση και την ικανότητα να εστιαζόμαστε στα συναισθήματά μας και να τα μοιραζόμαστε με τους άλλους.
Η καλή καθοδήγηση και προγύμναση των ανθρώπων, τους βοηθάει να αποδίδουν καλύτερα τις διάφορες δραστηριότητές τους.
Οι καλοί προγυμναστές δείχνουν ειλικρινές προσωπικό ενδιαφέρον για εκείνους που καθοδηγούν, καθώς και ενσυναίσθηση και κατανόηση. Η εμπιστοσύνη επίσης είναι σημαντικό θέμα. Όταν ο καθοδηγούμενος δεν νιώθει αρκετή εμπιστοσύνη για τον καθοδηγητή, οι συμβουλές πάνε χαμένες. Αυτό συμβαίνει επίσης όταν η καθοδήγηση είναι απρόσωπη και ψυχρή. Οι περιπτώσεις καθοδήγησης όπου εκφράζεται ενδιαφέρον, αξιοπιστία και ενσυναίσθηση είναι οι καλύτερες.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Ένα σπουδαίο επιστημονικό ερώτημα είναι κατά πόσο οι ανθρώπινες σχέσεις επηρεάζουν την σωματική υγεία. Μερικές σημαντικές μελέτες υποστηρίζουν ότι όσο περισσότερους συγγενείς και φίλους έχει κάποιος στη ζωή του, τόσο πιο υγιής είναι. Βεβαίως δεν παίζει ρόλο μόνο ο αριθμός των σχέσεών μας άλλα κυρίως η ποιότητα αυτών των σχέσεων.
Σε μια μελέτη με ηλικιωμένους που είχαν νοσηλευθεί για καρδιακή ανεπάρκεια, εκείνοι που δεν είχαν κανένα να τους στηρίζει συναισθηματικά, κινδύνευαν τρεις φορές περισσότερο να υποστούν ένα δεύτερο καρδιακό επεισόδιο και να εισαχθούν πάλι στο νοσοκομείο, σε σύγκριση με αυτούς που είχαν θερμές σχέσεις με κάποιους δικούς τους ανθρώπους. Κατά τα φαινόμενα, η αγάπη μπορεί να ενισχύσει την υγεία. Σε άνδρες που έπασχαν από στεφανιαία νόσο και υποβλήθηκαν σε αγγειογράφημα, εκείνοι που ανέφεραν ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα δεν τους στήριζαν παρουσίαζαν 40 % περισσότερο φραγμένες αρτηρίες από εκείνους που είχαν θερμότερους δεσμούς. Κατ’ αντιστοιχία, τα δεδομένα πολλών επιδημιολογικών μελετών υποδεικνύουν ότι οι τοξικές σχέσεις αποτελούν εξίσου σοβαρό παράγοντα κινδύνου ασθενειών και θανάτου, όσο το κάπνισμα, η υπέρταση, η χοληστερόλη, η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής άσκησης.
Οι σχέσεις λοιπόν είναι δίκοπο μαχαίρι. Άλλοτε μπορούν να προφυλάξουν από τις ασθένειες, εφ’ όσον είναι θετικές και άλλοτε να επιφέρουν την καταστροφή εφ’ όσον πρόκειται για σχέσεις τοξικές, χωρίς στοργή και αγάπη.
Σε ότι αφορά τη σύνδεση του στρες με την υγεία, όταν υπάρχει στρες τα επινεφρίδια απελευθερώνουν κορτιζόλη, μια από τις ορμόνες που εκκρίνει το σώμα μας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτές οι ορμόνες έχουν σημαντικές επιδράσεις στο σώμα.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες χρειαζόμαστε ένα μέτριο επίπεδο κορτιζόλης, η οποία λειτουργεί σαν βιολογικό καύσιμο για το μεταβολισμό και τη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος. Αν όμως η κορτιζόλη παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, αυτό θα έχει επιπτώσεις στην υγεία μας. Η χρόνια έκκριση κορτιζόλης και των σχετικών ορμονών μπορεί να οδηγήσει σε καρδιοαγγειακά νοσήματα, εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος, επίσπευση εμφάνισης διαβήτη και υπέρτασης, ενώ μπορεί να βλάψει και τα μνημονικά κέντρα του εγκεφάλου.
Οι ψυχοφυσιολογικές αλλαγές που συνδέονται με τα τυχαία σκαμπανεβάσματα των σχέσεων και διαρκούν για χρόνια, αναπτύσσουν υψηλά επίπεδα στρες, τα οποία μπορεί είτε να επιταχύνουν την έναρξη μιας ασθένειας, είτε να επιδεινώσουν τα συμπτώματά της.
Κατά το πόσο μια σχέση επηρεάζει την υγεία μας εξαρτάται από το συνολικό ισοζύγιο τοξικότητας – υποστηρικτικότητας που τη χαρακτηρίζει, δηλαδή από το κατά πόσο επιζήμια ή ωφέλιμη υπήρξε για μας συνολικά στην πορεία του χρόνου.
Παράδειγμα: Η Ελένη ήταν η Διευθύντρια πωλήσεων σε ένα μεγάλο κατάστημα αρωμάτων. Μια μέρα κάποιο ανώτερο στέλεχος της εταιρείας την πλησίασε και απαίτησε από αυτή να απολύσει αμέσως μια από τις υπαλλήλους, γιατί κατά τη γνώμη του δεν ήταν αρκετά ελκυστική. Η Ελένη η οποία πίστευε ότι η υπάλληλος ήταν πολύ καλή στη δουλειά τη, αλλά και πολύ εμφανίσιμη, αρνήθηκε να την απολύσει. Λίγο μετά από αυτό, τα αφεντικά της Ελένης στράφηκαν εναντίον της, παρά το γεγονός ότι είχε πρόσφατα βραβευτεί ως η καλύτερη Διευθύντρια πωλήσεων της χρονιάς. Ξαφνικά, άρχισαν να της κάνουν παρατηρήσεις για συνεχή λάθη. Η Ελένη φοβόταν ότι προσπαθούσαν να βρουν λόγους για να την απολύσουν. Σ’ αυτούς τους δύσκολους μήνες που ακολούθησαν άρχισε να υποφέρει από υπέρταση. Όταν πήρε αναρρωτική άδεια η εταιρεία την αντικατέστησε.
Η Ελένη έκανε μήνυση στην εταιρεία ισχυριζόμενη ότι η υπέρταση προήλθε από την ψυχολογική παρενόχληση την οποία υπέστη από τα αφεντικά της.
Ας δούμε τώρα μια μελέτη σε εργαζόμενους επαγγελμάτων υγείας, τους οποίους επέβλεπαν εναλλακτικά δύο επόπτες: ένας τον οποίον οι εργαζόμενοι φοβούνταν και ένας τον οποίον συμπαθούσαν. Τις ημέρες που εργαζόταν ο επόπτης τον οποίον φοβούνταν, η μέση πίεση των εργαζομένων κινούνταν μεταξύ 13 και 6 (13η συστολική και 6η διαστολική), ενώ όταν εργαζόταν ο επόπτης τον οποίον αντιπαθούσαν η μέση πίεση ήταν 12 και 6 αντίστοιχα. Παρ’ όλο που οι μετρήσεις δεν ξεπερνούσαν τα φυσιολογικά όρια, αυτή η μικρή άνοδος, εάν συνεχιζόταν θα μπορούσε με τον καιρό να έχει κλινικά σημαντικές επιπτώσεις, δηλαδή να επιταχύνει την εμφάνιση υπέρτασης σε κάποιον ευπαθή οργανισμό.
Άλλες μελέτες που έγιναν στη Μ. Βρετανία δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι στα χαμηλότερα κλιμάκια έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρδιαγγειακά προβλήματα απ’ ότι εκείνοι που βρίσκονται στα υψηλότερα κλιμάκια και δεν είναι υποχρεωμένοι να ανέχονται τις παραξενιές των αφεντικών.
Εργαζόμενοι που θεωρούν ότι τους επικρίνουν άδικα ή πιστεύουν ότι τα αφεντικά τους αδιαφορούν για τα προβλήματά τους κινδυνεύουν σε ποσοστό 30 % περισσότερο να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο από αυτούς που πιστεύουν ότι έχουν δίκαιη μεταχείριση.
Στις αυστηρές ιεραρχίες τα αφεντικά είναι συνήθως αυταρχικά: εκφράζουν πιο εύκολα την περιφρόνησή τους για τους υφισταμένους τους, οι οποίοι με τη σειρά τους δοκιμάζουν όπως είναι φυσικό, ανάμεικτα συναισθήματα εχθρότητας, φόβου και ανασφάλειας. Οι προσβολές, που είναι κάτι το συνηθισμένο με τέτοιους αυταρχικούς Διευθυντές επιβεβαιώνουν την εξουσία του προϊσταμένου και κάνουν τους υφισταμένους να αισθάνονται αδύναμοι και τρωτοί.
Και καθώς ο μισθός και η εργασία τους εξαρτώνται από τα αφεντικά, μελετούν με ψυχαναγκαστικό τρόπο τις αλληλεπιδράσεις τους και ερμηνεύουν ακόμη και τις ελαφρώς αρνητικές αλλαγές ως δυσοίωνες. Πράγματι, σχεδόν οποιαδήποτε έντονη συζήτηση με έναν ανώτερο στον χώρο της εργασίας ανεβάζει την πίεση του αίματος πολύ περισσότερο από όσο μια παρόμοια συζήτηση με έναν συνάδελφο.
Δείτε για παράδειγμα, πως χειριζόμαστε μια προσβολή. Σε μια ισότιμη σχέση μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει και να απαιτήσει από τον άλλον να ζητήσει συγνώμη. Όταν όμως η προσβολή προέρχεται από κάποιον που έχει εξουσία, οι υφιστάμενοι λογικά ίσως συγκρατούν τον θυμό τους και αντιδρούν με μοιρολατρική ανοχή. Όσοι αντιδρούν στις προσβολές με σιωπή βιώνουν σημαντικές μεταβολές στην πίεσή τους. Καθώς τα εξευτελιστικά μηνύματα συνεχίζονται, ο αποδέκτης τους αισθάνεται ολοένα και πιο ανίσχυρος, αγχωμένος και τελικά εξαιρετικά θλιμμένος. Και εάν αυτό παραταθεί για μεγάλες χρονικές περιόδους, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες μιας καρδιαγγειακής νόσου.
Σε μια μελέτη που έγινε σε 100 άνδρες και γυναίκες, φόρεσαν ειδικές συσκευές οι οποίες μετρούσαν την πίεσή τους σε κάθε τους αλληλεπίδραση. Όταν βρίσκονταν με τα μέλη της οικογένειάς τους ή με στενούς φίλους, η πίεση του αίματος έπεφτε, γιατί αυτές οι αλληλεπιδράσεις τους ήταν ευχάριστες και καταπραϋντικές. Η πίεση ανέβαινε όταν συναντούσαν κάποιον που τους δημιουργούσε πρόβλημα. Η μεγαλύτερη άνοδος όμως στην πίεση σημειωνόταν όταν βρίσκονταν με άτομα τα οποία τους δημιουργούσαν αντιφατικά συναισθήματα και ανασφάλεια. Δηλαδή, ένα αυταρχικό ανασφαλή γονέα, έναν ασταθή σύντροφο, έναν ανταγωνιστικό φίλο, ένα απρόβλεπτο αφεντικό.
Οι απειλές και οι προκλήσεις προκαλούν μεγαλύτερο άγχος σε κάποιο άτομο όταν υπάρχει ακροατήριο γιατί έχει την αίσθηση ότι το κρίνουν.
Σε όλες τις μελέτες, οι αντιδράσεις του στρες μετρήθηκαν από την αύξηση των επιπέδων της κορτιζόλης. Η μεγαλύτερη αύξηση στα επίπεδα της κορτιζόλης σημειώθηκε όταν η πηγή του στρες ήταν διαπροσωπική.
Οι κρίσεις και η αξιολογήσεις απειλούν τον κοινωνικό εαυτό, δηλαδή την εικόνα του εαυτού μας την οποία βλέπουμε μέσα από τα μάτια των άλλων. Η αίσθηση της κοινωνικής αξίας και της θέσης μας και κατ’ επέκταση η αυτοεκτίμησή μας απορρέει από τα συσσωρεμένα μηνύματα που δεχόμαστε από τους άλλους σχετικά με το πώς μας βλέπουν. Οτιδήποτε απειλεί να καταστρέψει την εικόνα μας στα μάτια των άλλων έχει τεράστια βιολογική δύναμη, όση σχεδόν και μια απειλή για την επιβίωσή μας. Άλλωστε όταν μας κρίνουν ως ανεπιθύμητους, μπορεί να μην αισθανθούμε μόνο ντροπή, αλλά υποσυνείδητα να εξισώσουμε αυτή την κρίση με την πλήρη απόρριψη.
Η εχθρική αντίδραση ενός συνεντευκτή διεγείρει τον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων παράγοντας υψηλά επίπεδα κορτιζόλης.
Το αίσθημα της αδυναμίας και της ανημποριάς επιτείνει το στρες. Οι μονίμως επικριτικές απορριπτικές ή βασανιστικές σχέσεις διατηρούν τον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων σε συνεχή υπερδιέγερση.
Όταν η πηγή του άγχους είναι απρόσωπη, όπως ένας ενοχλητικός συναγερμός αυτοκινήτου, τον οποίον ακούμε αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε, δεν απειλείται η βασική μας ανάγκη για αποδοχή. Οι επιστήμονες έχουν βρει ότι σε περιπτώσεις τέτοιου απρόσωπου στρες το σώμα αποκαθιστούσε τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης μέσα σε 40 περίπου λεπτά. Όταν όμως η αιτία του στρες ήταν μια αρνητική κοινωνική κρίση, τότε η κορτιζόλη παρέμενε σε υψηλά επίπεδα για 50 και άνω λεπτά περίπου και χρειάζεται περίπου μια ώρα για να επανέλθει στο φυσιολογικό.
Το αδιάκοπο στρες το οποίο υφίστανται τα άτομα που φροντίζουν ασθενείς, φαίνεται να επηρεάζει ακόμα και το ίδιο το DNA τους, επιταχύνοντας το ρυθμό γήρανσης των κυττάρων και προσθέτοντας χρόνια στη βιολογική ηλικία τους. Ερευνητές που πραγματοποίησαν γενετικές μελέτες του DNA σε μητέρες οι οποίες φρόντιζαν ένα παιδί με χρόνια πάθηση, ανακάλυψαν ότι όσο μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα της φροντίδας, τόσο πιο γερασμένες ήταν σε επίπεδο κυττάρων. Βάσει αυτής της μέτρησης διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες που φρόντιζαν παιδιά με χρόνιες παθήσεις ήταν κατά μέσον όρο δέκα χρόνια μεγαλύτερες βιολογικά από τις άλλες γυναίκες, με την ίδια χρονολογική ηλικία – Εξαίρεση αποτελούσαν οι γυναίκες εκείνες που παρά την έντονη πίεση που είχαν στη ζωή τους, αισθάνονταν ότι δέχονταν στήριξη από τους άλλους. Τα κύτταρά τους ήταν νεώτερα έστω κι αν φρόντιζαν ένα ανάπηρο αγαπημένο τους πρόσωπο.
Ένα άλλο τοξικό συναίσθημα είναι η μοναξιά. Παραδόξως η μοναξιά δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με τον χρόνο που περνά ένας άνθρωπος μόνος του, ούτε με τον αριθμό των κοινωνικών επαφών του κάθε μέρα. Αντίθετα αυτό που οδηγεί στη μοναξιά είναι η έλλειψη στενών φιλικών επαφών. Σημασία έχει η ποιότητα των σχέσεών μας, δηλαδή πόσο θερμές ή συναισθηματικά απόμακρες είναι.
Αυτό που σχετίζεται άμεσα με την υγεία μας είναι μάλλον η αίσθηση της μοναξιάς παρά αυτός καθ’ αυτόν ο αριθμός των γνωστών και των επαφών που έχει κάποιος. Όσο μεγαλύτερη μοναξιά αισθάνεται το άτομο, τόσο πιο κακή είναι η ανοσοποιητική και καρδιαγγειακή του λειτουργία.
Επίσης, η κοινωνική επαφή διευκολύνει την παραγωγή νέων νευρώνων στον εγκέφαλο κάτι που έχει μεγάλη σημασία για τους ηλικιωμένους, γιατί δρα από προφυλακτικώς έναντι της εγκεφαλικής ατροφίας π.χ. νόσου Alzheimer.
Μια πηγή στρες επίσης είναι οι κακές συζυγικές σχέσεις. Τα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες στις τοξικές σχέσεις. Ένα ταραγμένος γάμος κλονίζει πολύ περισσότερο την υγεία μιας γυναίκας από ότι ενός άνδρα.
Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι το ότι οι γυναίκες δίνουν μεγαλύτερη συναισθηματική αξία στους στενούς δεσμούς τους. Επιπρόσθετα, η έμφυτη τάση των γυναικών για παροχή φροντίδας, τις ωθεί να αναλαμβάνουν πιο προσωπικά την ευθύνη για την τύχη των προσώπων για τα οποία νοιάζονται, και αυτό τις καθιστά πιο ευάλωτες από τους άνδρες στην στενοχώρια, εξαιτίας προβλημάτων των αγαπημένων τους. Άλλο εύρημα είναι ότι οι παντρεμένες γυναίκες περνούν περισσότερο χρόνο από τους άνδρες αναμασώντας τις δυσάρεστες αντιπαραθέσεις.
Για όλους αυτούς τους λόγους, τα προβλήματα σε μια στενή σχέση προκαλούν επιζήμιες βιολογικές αντιδράσεις, πολύ περισσότερο στις γυναίκες από ό,τι στου άνδρες. Σε μια μελέτη τα επίπεδα χοληστερόλης των γυναικών ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον βαθμό του στρες που τους δημιουργούσε ο γάμος τους, πολύ περισσότερο από ό,τι στους άνδρες.
Οι γυναίκες επίσης κινδυνεύουν περισσότερο από καρδιακή προσβολή όταν βιώνουν συναισθηματικό στρες, λόγω μιας σοβαρής κρίσης στη σχέση τους π.χ. από ένα διαζύγιο ή τον θάνατο αγαπημένου προσώπου. Αντίθετα οι άνδρες κινδυνεύουν περισσότερο από την υπερβολική σωματική κόπωση.
Σε μια μελέτη η οποία διήρκησε 13 χρόνια κα αφορούσε 500 παντρεμένες γυναίκες περίπου 50 ετών, βρέθηκε ότι όσο πιο ικανοποιημένη ήταν μια γυναίκα από το γάμο της, τόσο πιο καλά ήταν στην υγεία της.
Εξαιρετικό ήταν το ιατρικό ιστορικό των γυναικών που απολαμβάνουν τη συντροφιά των συζύγων τους. Σε αυτές τις γυναίκες τα επίπεδα της πίεσης, της γλυκόζης και της κακής χοληστερόλης ήταν φυσιολογικά, ενώ στις γυναίκες που δεν ήταν ικανοποιημένες από το γάμο τους τα επίπεδα ήταν αυξημένα.
Επίσης η καλή και ευχάριστη σωματική επαφή, μια θερμή αγκαλιά, ένα τρυφερό σφίξιμο χεριού, το μασάζ, ανακουφίζουν από το στρες, διότι προκαλούν έκκριση της ορμόνης οξυτοκίνης η οποία λειτουργεί σαν ρυθμιστής μείωσης των ορμονών του στρες. Όταν απελευθερώνεται οξυτοκίνη σημειώνονται πολλές ωφέλιμες για την υγεία μεταβολές. Οι θετικές μακρόχρονες στενές σχέσεις μπορούν να μας προσφέρουν μια σχετικά σταθερή πηγή απελευθέρωσης οξυτοκίνης. Κάθε αγκαλιά, κάθε φιλικό χάδι, κάθε τρυφερή στιγμή προετοιμάζουν αυτό το νευροχημικό βάλσαμο.
Όταν η οξυτοκίνη απελευθερώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα – κάτι που συμβαίνει όταν περνάμε καλά με ανθρώπους που μας αγαπούν – επωφελούμαστε μακροπρόθεσμα από την ανθρώπινη στοργή.
Όταν βρισκόμαστε μακριά από εκείνους που αγαπάμε για μεγάλο χρονικό διάστημα, στερούμαστε αυτή την άμεσα προσωπική βοήθεια. Και η απόλυτη αποδιοργάνωση που αισθανόμαστε μετά από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, αναμφίβολα αντανακλά και την απουσία αυτού που ουσιαστικά αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. Η απώλεια ενός σημαντικού βιολογικά συμμάχου ίσως να εξηγεί, γιατί ο κίνδυνος ασθένειας ή θανάτου είναι ιδιαίτερα αυξημένος μετά τον θάνατο του συντρόφου.
Άλλη μελέτη έδειξε ότι άνθρωποι που βίωσαν χρόνιο άγχος, θυμό, φόβο, μακριές περιόδους θλίψης και απαισιοδοξίας, ανυποχώρητη υπερένταση ή αδιάκοπη εχθρότητα, ασίγαστο κυνισμό ή καχυποψία, βρέθηκαν ότι κινδύνευαν δύο φορές περισσότερο να νοσήσουν από άσθμα, αρθρίτιδα, πονοκεφάλους, πεπτικά έλκη και καρδιαγγειακές παθήσεις.
Επίσης το στρες, ενοχοποιείται ότι με διάφορους μηχανισμούς συμβάλλει εις την δημιουργία καρκινογένεσης.
Μια άλλη αρνητική επίδραση του στρες είναι σχετική με την γονιμότητα.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι στο φως της σύγχρονης επιστήμης ψυχή και σώμα είναι μια αδιαίρετη ενότητα, κάτι που για πρώτη φορά είπε ο Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟ

Όλοι μας γνωρίζουμε πόσο μεγάλο και δύσκολο είναι το έργο της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, είτε είμαστε γονείς, είτε νηπιαγωγοί, είτε δάσκαλοι, είτε καθηγητές, είτε γιατροί, είτε γενικά παιδαγωγοί.
Απ' όλους αυτούς, τους οποίους χαρακτηρίσαμε με το γενικό όνομα
Παιδαγωγούς, περνάει καθημερινώς από τα χέρια τους μια πληθώρα υλικού παιδιών, η οποία τους επιτρέπει να γνωρίζουν τα φαινόμενα της συμπεριφοράς των παιδιών σε όλες τους τις διαβαθμίσεις. Πχ. παιδιά ανήσυχα, απρόσεκτα, πεισματάρικα, φοβισμένα, επιθετικά, βάναυσα, συνεσταλμένα, δειλά, ευγενικά, αυθάδη, κλπ.
Οι παιδαγωγοί στο σχολείο, οι δάσκαλοι, γενικά οι εκπαιδευτές, εργάζονται μεν σε συνθήκες που τους επιτρέπουν να έχουν πλήρη γνώση των φαινομένων της παιδικής συμπεριφοράς, αλλά από την άλλη μεριά η φύση της εργασίας των, απαιτεί από αυτούς να βρίσκονται σε συνεχή δράση. Πρέπει, λοιπόν, μέσα στις τάξεις συγχρόνως να νουθετούν, να αμύνονται, να επιβάλλουν την τάξη, να τα απασχολούν, να τα καθοδηγούν και να τα διδάσκουν. Επομένως, ενώ έρχονται σε επαφή με όλων των ειδών τις εκδηλώσεις του παιδικού χαρακτήρα, δεν έχουν το χρόνο να ταξινομήσουν τα φαινόμενα που παρουσιάζονται, ούτε και να εντοπίσουν τις αιτίες για τις εξωτερικεύσεις του κάθε παιδιού. Για μια τέτοια ταξινόμηση και ερμηνεία του υλικού, δεν λείπει μόνον ο χρόνος, αλλά και οι απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
Εκείνος, όμως, που ως παιδαγωγός θέλει να μάθει περισσότερα για τα ψυχολογικά αίτια όλων αυτών των παιδικών εξωτερικεύσεων, εκείνος που θέλει να κατανοήσει τις μεταξύ των διαφορές και να παρακολουθήσει τη σταδιακή εξέλιξη ενός συγκεκριμένου παιδιού, αυτός θα μπορέσει να αντλήσει πληροφορίες από την αναλυτική παιδαγωγική.
Οι δάσκαλοι στο σχολείο παραπονούνται συχνά πως τα παιδιά είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσουν στη σωστή αντιμετώπιση του δασκάλου και του μαθήματος. Τα παιδιά αυτά έχουν περάσει πρώτα από την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα του νηπιαγωγείου και τον τρόπο συμπεριφοράς που μάθανε εκεί, τον μεταφέρουν και στο Δημοτικό σχολείο, εκεί όπου η συμπεριφορά αυτή δεν αρμόζει καθόλου. Αλλά και στο νηπιαγωγείο όπου οι νηπιαγωγοί έχουν να κάνουν με παιδιά 3-6 ετών, παρατηρείται το φαινόμενο ότι και αυτά τα παιδιά έχουν κατά κάποιο τρόπο διαμορφώσει ήδη κάποιο χαρακτήρα. Το καθένα απ' αυτά κουβαλάει μέσα του μια ολόκληρη συλλογή από ιδιοτυπίες, αντιδρά το καθένα με το δικό του τρόπο στη συμπεριφορά των ατόμων, που ασχολούνται με αυτό, έχει τις δικές του προσδοκίες, τα άγχη του, τις απέχθειες του, τις προτιμήσεις του, ακόμη και το δικό του τρόπο να εκδηλώνει τη ζήλεια του, την τρυφερότητα του, την ανάγκη του για αγάπη, ή και την άμυνα του. Και ο νηπιαγωγός λοιπόν κινείται ανάμεσα σε πολύπλοκες μικρογραφίες προσωπικοτήτων, που δεν είναι εύκολο να επηρεασθούν. Προφανώς, ο άνθρωπος διαμορφώνεται κατά μεγάλο μέρος νωρίτερα από ότι γενικά φανταζόμαστε.
Για να εντοπίσουμε λοιπόν το σημείο από το οποίο προέρχονται εκείνες οι ιδιοτυπίες των παιδιών που δημιουργούν στους παιδαγωγούς τόσα προβλήματα, θα πρέπει να επεκτείνουμε τις έρευνες μας και στο χρονικό διάστημα πριν από την ηλικία των πέντε ετών και να φτάσουμε στους πραγματικά πρώτους παιδαγωγούς τους, στους γονείς. Είναι γεγονός ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, προσπαθούν να ερμηνεύσουν την συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, από τον τρόπο αντιμετώπισης του παιδιού στο σπίτι και κατά συνέπεια θεωρείται σαν δεδομένο ότι ο χαρακτήρας του παιδιού αποδίδεται στα βιώματα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Από πότε αρχίζει η διαπαιδαγώγηση του παιδιού; Μα φυσικά από τη στιγμή που θα γεννηθεί. Το μικρό παιδί είναι τελείως ανήμπορο και ανίσχυρο ανάμεσα στους ενήλικους και η επιβίωση του εξαρτάται από αυτούς. Εδώ θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε κάποια διάκριση μεταξύ φροντίδας και διαπαιδαγώγησης. Η φροντίδα του παιδιού συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγκών του. Το πρόσωπο που το φροντίζει, κατευνάζει την πείνα του ταΐζοντας το, το κρατά καθαρό, προσέχει να περιβάλλεται από ησυχία και ζέστη και το προστατεύει από τραυματισμούς και γενικά από κινδύνους του περιβάλλοντος. Προσφέρει λοιπόν στο παιδί ό,τι αυτό χρειάζεται χωρίς να απαιτεί κανένα αντάλλαγμα για την προσφορά του.
Αντίθετα, η διαπαιδαγώγηση συνεπάγεται πάντοτε και κάποιες απαιτήσεις προς το παιδί. Οι παιδαγωγοί, δηλαδή οι ενήλικοι του περιβάλλοντος που ανήκει το παιδί, προσπαθούν πάντα να διαμορφώσουν το χαρακτήρα του, σύμφωνα με το περιβάλλον αυτό. Η γενικότερη πρόθεση της διαπαιδαγώγησης είναι να καλλιεργήσει το παιδί έτσι, ώστε μεγαλώνοντας να μην διαφέρει πολύ από τους ενήλικους της κοινωνίας που το περιβάλλει. Αφετηρία της διαπαιδαγώγησης είναι λοιπόν, τα σημεία εκείνα, στα οποία το παιδί διαφέρει από τους ενήλικους, είναι δηλαδή το σύνολο των κατ' εξοχήν παιδικών τρόπων συμπεριφοράς. Η αρχική λοιπόν διαπαιδαγώγηση είναι ο αγώνας ενάντια στην ιδιοτυπία του παιδιού. Η συμπεριφορά που παρουσιάζουν τα παιδιά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι μόνον μια αδύναμη ανταύγεια των πρωταρχικών τους συνηθειών. Οι ενήλικες χαρακτηρίζουν αυτές τις συνήθειες ως απρέπειες και είναι πολύ γνωστές στα πρόσωπα που είναι αναγκασμένα να ασχολούνται με παιδιά μέχρι πέντε χρονών περίπου.
Το παιδί δεν νοιάζεται για κανέναν, είναι αφόρητα εγωκεντρικό. Θέλει μονάχα να επιβάλλει τη θέληση του και να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, ανεξάρτητα αν από αυτό υποφέρουν άλλοι. Είναι βρώμικο, προκαλεί δυσαρέσκεια, δεν διστάζει να πιάσει και το πιο αηδιαστικό πράγμα και να το βάλει ακόμα και στο στόμα του. Δεν ντρέπεται καθόλου σε ότι αφορά στο σώμα του και δείχνει περιέργεια για όλα όσα θέλουν να του αποκρύψουν οι άλλοι. Είναι αδηφάγο και λαίμαργο. Είναι βάναυσο με όλα τα όντα που έχουν λιγότερη δύναμη από αυτό και καταστροφικό απέναντι στα άψυχα αντικείμενα.
Έχει πλήθος κακών συνηθειών: βυζαίνει τα δάχτυλα του, τρώει τα νύχια του, χώνει το δάχτυλο του στη μύτη του και παίζει με τα γεννητικά του όργανα. Όλα αυτά τα κάνει με μεγάλο πάθος και ασκεί μεγάλη πίεση για να ικανοποιηθεί η κάθε του επιθυμία, αμέσως μόλις την αισθανθεί και του είναι αφόρητη και η παραμικρή καθυστέρηση.
Στις περιγραφές των γονέων δύο παράπονα εμφανίζονται διαρκώς στο προσκήνιο. Πρώτο το αίσθημα της ματαιοπονίας, ότι δηλαδή μόλις κατορθώσουν και του αποβάλλουν μια ιδιοτροπία, στη θέση της παρουσιάζεται αμέσως μία άλλη, και δεύτερο το αίσθημα της αμηχανίας σε σχέση με την προέλευση αυτών των ιδιοτροπιών, αφού κατά τη γνώμη τους αποκλείεται να προέρχονται από παραδείγματα των ίδιων των γονέων, αλλά ούτε και από την συναναστροφή με άλλα παιδιά, με τα οποία έτσι ή αλλιώς το δικό τους δεν έρχεται σε επαφή.
Πρώτη η ψυχανάλυση απελευθερώθηκε από τα συμπεράσματα, τις προϋποθέσεις και τις προκαταλήψεις με βάση τις οποίες προσπαθούσαν άλλοι ανέκαθεν να κρίνουν τον παιδικό χαρακτήρα. Μέσω της απελευθέρωσης αυτής όλες οι απρέπειες του παιδιού, που πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν, ταξινομήθηκαν σε ένα οργανικό σύνολο. Αντί για αυθαίρετες ιδιοτροπίες, η ψυχανάλυση ανακάλυψε μια σειρά από διαδοχικές βαθμίδες ψυχικής ανάπτυξης, παρόμοιες με εκείνες που από πολύ καιρό είχαμε μάθει να παρακολουθούμε στην ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος.
Η επιλογή της σωματικής περιοχής όπου εκτυλίσσονται αυτά τα φαινόμενα, δεν είναι αυθαίρετη, αλλά καθορίζεται από διάφορους βιολογικούς παράγοντες. Η ψυχολογική λοιπόν ανάπτυξη του παιδιού εξελίσσεται κατά φάσεις ή στάδια.
Το πρώτο στάδιο λέγεται στοματικό. Τις πρώτες εβδομάδες η διατροφή είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του παιδιού: στην περίοδο αυτή το στόμα και η γύρω του περιοχή αποτελούν το σημαντικότερο σημείο του σώματος του. Ο θηλασμός στο στήθος της μητέρας και η εισροή της τροφής στο στόμα, προκαλούν στο παιδί μεγάλη ευχαρίστηση, και η επιθυμία του να συνεχιστεί και να επαναληφθεί αυτή η ευχαρίστηση, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα αν το παιδί έχει πια χορτάσει. Σύντομα ανακαλύπτει πως βυζαίνοντας το δάχτυλο του, μπορεί και πάλι να προσφέρει στον εαυτό του την ευχαρίστηση αυτή, ανεξάρτητα από τη λήψη τροφής και από το πρόσωπο που το τρέφει. Την περίοδο αυτή η ηδονική δραστηριότητα του στόματος, δεν περιορίζεται μόνον στη λήψη τροφής και στην πιπίλα. Το παιδί συμπεριφέρεται σαν να ήθελε να γνωρίσει με το στόμα του, καθετί που μπορεί να του είναι προσιτό. Δαγκώνει, γλύφει και δοκιμάζει όλα τα αντικείμενα που μπορεί να αγγίξει, ιδιότητες ανεπιθύμητες βέβαια για τους ενήλικους του περιβάλλοντος του, μια και έτσι δυσκολεύεται πολύ η διατήρηση της καθαριότητας του και δημιουργούνται πολλοί κίνδυνοι για την υγεία του. Αυτή η προτίμηση του στόματος ως πηγή ευχαρίστησης διαρκεί περίπου ολόκληρο το πρώτο έτος.
Κατά τη διάρκεια του στοματικού σταδίου, οι γονείς φέρονται στο παιδί με μεγάλη ανοχή, το φροντίζουν, μόνο που απαιτούν από το παιδί να συνηθίσει σε κάποια τάξη και κανονικότητα σε ό,τι αφορά στη λήψη τροφής και την ώρα του ύπνου.
Το δεύτερο στάδιο λέγεται σαδιστικό - πρωκτικό. Σ’ αυτό το στάδιο σταδιακά μπαίνει στη ζωή του παιδιού ένας πολύ σημαντικός παράγοντας: η αγωγή στην καθαριότητα. Η μητέρα ή το πρόσωπο που φροντίζει το παιδί προσπαθεί να το μάθει να μην βρέχεται και να μην λερώνεται. Ολόκληρο το δεύτερο έτος της ηλικίας του, σημαδεύεται χαρακτηριστικά από πολύ δραστικές προσπάθειες του παιδαγωγού προς αυτή την κατεύθυνση, καθ' ότι το παιδί αντιστέκεται σ' αυτόν τον περιορισμό και υπερασπίζεται το δικαίωμα του να ουρεί και να ενεργείται όποτε του αρέσει.
Το τρίτο στάδιο λέγεται φαλλικό. Διαρκεί από το 3°, 4°, 5°, 6° έτος της ηλικίας του. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου το παιδί αρχίζει να παίζει με τα γεννητικά του όργανα, ενδιαφέρεται να μάθει για τη διαφορά των φύλων και από πού προέρχονται τα παιδιά. Βλέπουμε γενικά ότι η συμπεριφορά του παιδιού κατευθύνεται από την αρχή της ευχαρίστησης, έτσι γεννιέται ένας ακατάπαυστος αγώνας μεταξύ παιδαγωγών και παιδιού, ο οποίος ποτέ δεν σταματά. Ο παιδαγωγός θέλει να το διδάξει να δίνει μεγαλύτερη σημασία στις αιτήσεις του εξωτερικού κόσμου, από ό,τι στις εσωτερικές απαιτήσεις των ορμών του. Προσπαθεί να βάλει στη θέση της βαναυσότητας τη συμπόνια, στη θέση της καταστροφικότητας την προφύλαξη των πραγμάτων. Προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ψηλαφεί το σώμα του. Στόχος του παιδαγωγού είναι επίσης να μεταβάλλει την αδιακρισία σε σεβασμό, τον εγωισμό σε αλτρουισμό.
Τα ανωτέρω περιγραφέντα στάδια της ψυχικής εξέλιξης του παιδιού, πρέπει να διαδεχθεί το ένα το άλλο ομαλά και οι παιδαγωγοί φροντίζουν γι’ αυτή τη διαδοχή, ώστε να μην υπάρξει ο κίνδυνος της καθήλωσης του παιδιού σε κάποιο στάδιο, μέχρι να φτάσει στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής του. Η διαπαιδαγώγηση διέθετε ανέκαθεν διάφορες προειδοποιήσεις και απειλές στον αγώνα της για να αποτραπούν οι ανησυχητικές απολαύσεις του παιδιού. Πχ. «Αν συνεχίσεις να βυζαίνεις το δάχτυλο σου θα σου το κόψουν!». Με αυτό τον τρόπο το παιδί αρχίζει να φοβάται την πραγματική βία, ή «Αν το κάνεις αυτό, δεν Θα σε αγαπώ πια!». Εδώ έρχεται αντιμέτωπο με την πιθανότητα απώλειας της γονικής αγάπης.
Κάτω από την απειλή αυτών των τεράστιων κινδύνων, το παιδί μαθαίνει πραγματικά να παραιτείται από τους αρχικούς του στόχους για ευχάριστη. Στην αρχή από φόβο, ή και από αγάπη, προσποιείται. Με την εντεινόμενη εξομοίωση του προς τους μεγάλους, αποδέχεται την πραγματικότητα και τις δικές τους αξιολογήσεις. Αρχίζει να ξεχνά ότι κάποτε αισθανόταν διαφορετικά, αρχίζει να απαρνιέται σταδιακά όλα όσα επιθυμούσε αρχικά και φράζει το δρόμο της επιστροφής του στις παλιές του απολαύσεις, αντιστρέφοντας τα συναισθήματα του, που ήταν άλλοτε συνδεδεμένα με την αίσθηση της απόλαυσης. Όσο πιο τέλεια πετυχαίνει η αντιστροφή αυτή, τόσο πιο ευχαριστημένοι είναι και οι ενήλικοι με την αγωγή που έδωσαν στο παιδί. Αποστρέφοντας τη μνήμη του από τα βιώματα απόλαυσης, που του ήταν κάποτε τόσο αγαπητά, αποδιώχνει ταυτόχρονα από τη μνήμη του και την αντίστοιχη περίοδο της ζωής του, μαζί με όλα τα συναισθήματα και όλα τα βιώματα της περιόδου αυτής. Ξεχνά το παρελθόν που αναδρομικά, το θεωρεί απωθητικό και αναξιοπρεπές. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται ένα κενό στην μνήμη του, αδιαπέραστο και απρόσιτο, σχετικά με τα πρώτα και τόσο σημαντικά παιδικά βιώματα. Λέγομε τότε, ότι τα βιώματα αυτά έχουν απωθηθεί στο ασυνείδητο.
Κατά τη διάρκεια του φαλλικού σταδίου αναπτύσσεται το λεγόμενο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Σύμφωνα με αυτό το αγόρι επιζητά την αποκλειστική αγάπη της μητέρας και θεωρεί αντίζηλο τον πατέρα όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του. Η ομαλή λύση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, συνίσταται στην απομάκρυνση από τη μητέρα, στην αποκατάσταση της αγάπης προς τον πατέρα, και στην ταύτιση με αυτόν. Αυτά όσον αφορά στα αγόρια. Στα κορίτσια συμβαίνει το αντίθετο.
Το τέταρτο στάδιο λέγεται λανθάνουσα περίοδος. Διαρκεί από το 7°, 8°, 9°, 10°, 11° έτος της ηλικίας του. Στην αρχή αυτού του σταδίου το παιδί μπαίνει στην Α' τάξη του Δημοτικού και υποτίθεται ότι τώρα είναι έτοιμο να δεχθεί πως είναι απλώς ένα παιδί ανάμεσα σε άλλα και δεν μπορεί να υπολογίζει από την αρχή σε κάποια προνομιακή θέση. Έχει μάθει μέχρις ενός σημείου να προσαρμόζεται κοινωνικά. Είναι πρόθυμο να κάνει αυτά που του ζητούν και να περιορίζει τη διασκέδαση του, στο χρονικό διάστημα που έχει ειδικά προβλεφθεί για το σκοπό αυτό και δεν ψάχνει διαρκώς όπως πριν για ικανοποιήσεις. Το ενδιαφέρον του να δει τα πάντα και να ανακαλύψει τα απόκρυφα μυστικά του περιβάλλοντος του, έχει μεταβληθεί σε δίψα για μάθηση. Αντί για τις αποκαλύψεις και τις διαλευκάνσεις μυστηρίων, που τόσο λαχταρούσε τα προηγούμενα χρόνια, είναι τώρα πια ιδιαίτερα πρόθυμο να μάθει γράμματα και αριθμούς. Στο σημείο αυτό, η διαπαιδαγώγηση συμπεριφέρεται ανέκαθεν, σαν να την καθοδηγεί μια επαρκής ψυχολογική κατανόηση της εσωτερικής κατάστασης του παιδιού. Προκειμένου να αρχίσει την πνευματική καλλιέργεια του, εκμεταλλεύεται τη λανθάνουσα περίοδο, όπου το παιδί δεν είναι αποκλειστικά απασχολημένο με τις εσωτερικές του συγκρούσεις και οι ορμές του το έχουν αφήσει κάπως ήσυχο. Οι δάσκαλοι του σχολείου, συμπεριφέρονταν πάντα σαν να είχαν αντιληφθεί, ότι όσο λιγότερες ορμές έχει το παιδί στην περίοδο αυτή, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ικανότητα του για μάθηση. Γι’ αυτό το λόγο καταδικάζουν με μεγάλη αυστηρότητα κάθε εκδήλωση ορμών του παιδιού στο σχολείο και κάθε προσπάθεια για την ικανοποίηση τους. Εδώ φαίνονται και οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο παιδαγωγός.
Ο παιδαγωγός κληρονομεί το ρόλο του γονιού; Είναι οπωσδήποτε δύσκολο μια δασκάλα να παίζει με επιτυχία το ρόλο της μητέρας, για ένα μεγάλο αριθμό παιδιών και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του κάθε παιδιού ξεχωριστά, χωρίς να προκαλεί στα άλλα παιδιά βίαια ξεσπάσματα ζήλιας. Εξίσου δύσκολο είναι και για το δάσκαλο να λειτουργεί ως πατέρας τόσων πολλών παιδιών και να είναι συνεχώς αντικείμενο φόβου, στόχος των εξεργετικών τάσεων και συγχρόνως να είναι και προσωπικός φίλος του κάθε παιδιού.
Στην ηλικία αυτή το παιδί αρχίζει να αντιμετωπίζει τους γονείς του με πιο νηφάλιο τρόπο και να επανεκτιμά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα τον πατέρα του, που ως εκείνη τη στιγμή τον θεωρούσε παντοδύναμο. Ταυτόχρονα, το παιδί προσπαθεί να αποκτήσει κάποια ελευθερία από τους γονείς του και επιλέγει παράλληλα και νέα αντικείμενα αγάπης και θαυμασμού. Αρχίζει μια διαδικασία αποδέσμευσης, που τη συνεχίζει σε όλη τη λανθάνουσα περίοδο και εν συνεχεία κατά τη διάρκεια της εφηβείας μέχρι την ενηλικίωση, οπότε πρέπει φυσιολογικά να έχει σταματήσει και η εξάρτηση από τα αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής ηλικίας.
Η ψυχανάλυση διακρίνει τρεις διαφορετικές περιόδους στη ζωή του παιδιού: την πρώιμη παιδική ηλικία που διαρκεί περίπου ως το τέλος του πέμπτου έτους, την λανθάνουσα περίοδο που διαρκεί ως την αρχή της προεφηβείας, δηλαδή ως το διάστημα μεταξύ ένδεκα και δεκατριών ετών και την εφηβεία από δεκατριών ετών μέχρι την ενηλικίωση.
Η κάθε μία από αυτές τις περιόδους χαρακτηρίζεται και από μία διαφορετική συναισθηματική στάση του παιδιού απέναντι στους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, καθώς και από ένα διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των ορμών του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να κρίνουμε μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή αντίδραση ενός παιδιού, ανεξάρτητα από την περίοδο στην οποία βρίσκεται η εξέλιξη του· πχ. μια κάποια παρορμητική βαναυσότητα, ή η έλλειψη ντροπής, που στην πρώιμη παιδική ηλικία και στην εφηβεία ανήκουν στη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, στη λανθάνουσα περίοδο θα πρέπει να ανησυχούν τον παρατηρητή, ενώ μετά την ενηλικίωση θα πρέπει ίσως να θεωρηθούν ως παθολογικά φαινόμενα.
Ο ισχυρός δεσμός των παιδιών με τους γονείς είναι τελείως φυσικός και επιθυμητός στην πρώιμη και στην λανθάνουσα περίοδο της ζωής τους. Αν ο δεσμός αυτός εξακολουθεί να υπάρχει και στο τέλος της εφηβείας, αποτελεί σημάδι για την ύπαρξη κάποιας αναστολής στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Οι τάσεις εξέγερσης καθώς και οι τάσεις εσωτερικής απελευθέρωσης, που διευκολύνουν το παιδί στο πέρασμα του από την εφηβεία στην ενηλικίωση, εάν υπάρχουν στην πρώιμη παιδική ηλικία και στην λανθάνουσα περίοδο, μπορούν να παρεμποδίσουν την κανονική ανάπτυξη του Εγώ. Η ψυχανάλυση αντιλαμβάνεται την οντότητα του παιδιού, ως διασπασμένη στα τρία: στην ορμική του ζωή, στο Εγώ και στο Υπερεγώ, το οποίο είναι η απόρροια της σχέσης του παιδιού με τους γονείς του.
Το παιδί ξεπερνά τους πρώτους μεγάλους συναισθηματικούς δεσμούς του, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και με εκείνα που του εμπνέουν φόβο. Μεγαλώνοντας, απελευθερώνεται μεν από την εξωτερική τους επιρροή, αλλά στο μεταξύ συγκροτεί στον εσωτερικό του κόσμο και σε απομίμηση των προσώπων αυτών έναν θεσμό, ο οποίος θα διατηρήσει την επιρροή τους και στο μέλλον. Ο θεσμός αυτός είναι το Υπερεγώ το οποίο διακρίνεται για την ακαμψία του. Οι παιδαγωγοί για να μπορούν να επηρεάζουν τα παιδιά με τις απαιτήσεις τους και τις απαγορεύσεις τους, πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το Υπερεγώ κάθε παιδιού.
Καθήκον μιας παιδαγωγικής, που να βασίζεται στην αναλυτική ψυχολογία, είναι να βρίσκει για κάθε ηλικία τον μεσαίο δρόμο, ανάμεσα στην εκπλήρωση των ικανοποιήσεων και στον περιορισμό των ορμών. Η επίδραση πάνω στο παιδί των υπερβολικών αναστολών, είναι εξίσου βλαβερή με την παντελή έλλειψη αναστολών. Ο άμεσος στόχος της αγωγής είναι να μάθει το παιδί να εξουσιάζει τις ορμές του. Η αγωγή πρέπει λοιπόν να αναστέλλει, να απαγορεύει, να καταπιέζει και για τούτο φρόντισε αρκετά σε όλες τις εποχές. Η ψυχανάλυση διδάσκει ότι η υπερβολική καταπίεση των ορμών, ενέχει τον κίνδυνο νευρωτικής ασθένειας.
Πρέπει λοιπόν οι παιδαγωγό, να διακρίνουν πόσο πρέπει να απαγορεύουν, πότε και με ποια μέσα. Θα πρέπει να λάβουμε τότε υπόψη μας, ότι τα παιδιά στα οποία θέλουμε να επιδράσουμε με την αγωγή, κρύβουν μέσα τους τις πιο ανόμοιες ιδιοσυγκρασιακές προδιαθέσεις, έτσι ώστε αποκλείεται η ίδια παιδαγωγική μέθοδος, να είναι το ίδιο καλή, για όλα τα παιδιά.
Αν αναλογισθούμε λοιπόν τους δύσκολους στόχους που βάζουμε στον παιδαγωγό, να αναγνωρίσει δηλαδή την ιδιοσυγκρασιακή ιδιορρυθμία του παιδιού, να μαντέψει από ελάχιστους υπαινιγμούς, τι διαδραματίζεται μέσα στην ψυχική του ζωή, να του δώσει το σωστό μέτρο αγάπης, αλλά και να διατηρήσει παράλληλα και το κύρος του, τότε μπορούμε να πούμε ότι η μόνη κατάλληλη προετοιμασία για το επάγγελμα του παιδαγωγούς είναι μία πλήρης αναλυτική εκπαίδευση.
Η αναλυτική εκπαίδευση δασκάλων και παιδαγωγών είναι αποτελεσματικότερο προφυλακτικό μέτρο και από την αναλυτική συμβουλευτική αγωγή των ίδιων των παιδιών. Γονείς, που έμαθαν πολλά χάρη στην εμπειρία της προσωπικής τους ανάλυσης, θα αντιμετωπίσουν τα παιδιά τους με μεγαλύτερη κατανόηση και θα τα απαλλάξουν από πολλά σφάλματα που κάποτε αναγκάσθηκαν να υποστούν οι ίδιοι.
Η αναλυτική εκπαίδευση διευρύνει την ανθρωπογνωσία του παιδαγωγού και οξύνει την αντίληψη του για τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα σε αυτόν και στο παιδί. Τελικά ως μέθοδος θεραπευτικής αγωγής προσπαθεί να επανορθώσει τις ζημιές που έγιναν στο παιδί κατά τη διάρκεια της παιδαγώγησής του, και ελπίζει ότι θα εξαλείψει τον πρώτο παράγοντα στην αιτιολογία των ψυχολογικών προβλημάτων, δηλαδή την επίδραση των τυχαίων παιδικών ψυχολογικών τραυμάτων.
Βασικά δεν παίζει και σπουδαίο ρόλο, αν η αγωγή και η ανάπτυξη του παιδιού συντελείται κάτω από την καθοδήγηση των γονέων ή του δασκάλου φτάνει το παιδί να διαπαιδαγωγείται σωστά. Εδώ μιλάμε φυσικά για διαπαιδαγώγηση πέρα από το διδακτικό πρόγραμμα, δεν εννοούμε την παράδοση της διδακτέας ύλης, αλλά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, σπουδαιότερο δηλαδή τμήμα της διαπαιδαγώγησης. Παρ’ όλο που και οι δύο, γονείς και ο δάσκαλος, μπορούν να προσφέρουν στο έργο της αγωγής, ο δάσκαλος διορθώνει τα λάθη της οικογένειας και οι γονείς διορθώνουν τα λάθη του σχολείου.
Κατά τη διάρκεια του παιδαγωγικού έργου, ο δάσκαλος έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με τους γονείς. Η σύγκρουση αυτή είναι αναπόφευκτη, αφού η διορθωτική δουλειά του δασκάλου, προϋποθέτει μέχρι ένα βαθμό σφάλματα των γονέων και έτσι το ερμηνεύουν συχνά οι γονείς.
Πως λοιπόν, πρέπει να συμπεριφέρεται ο δάσκαλος προς τους γονείς; Ο δάσκαλος πρέπει να ενεργεί πάντα θεωρώντας σαν δεδομένο, ότι οι γονείς δεν ευθύνονται για τις κακές ιδιότητες που δείχνει το παιδί. Οι γονείς δεν είναι έμπειροι, επιδέξιοι παιδαγωγοί, και συνήθως έχουν για γνώμονα και οδηγό των πράξεων τους, μόνον την παράδοση. Όταν καλούνται για τα παιδιά τους στο σχολείο, νιώθουν σαν κατηγορούμενοι εγκληματίες. Με τέτοια διάθεση που δείχνει πράγματι ένα εσωτερικό συναίσθημα ενοχής, απαιτεί από το δάσκαλο μεγάλη ευαισθησία και διακριτικότητα. Ποτέ δεν πρέπει να επιπλήττουμε τους γονείς και να τους κατηγορούμε, ακόμη κι όταν έχουμε κάθε λόγο γι' αυτό. Μπορούμε να πετύχουμε πολλά περισσότερα, αν μπορέσουμε να τους πείσουμε να αλλάξουν τη στάση τους και να συνεργασθούν μαζί μας, σύμφωνα με τις δικές μας αρχές. Δεν οδηγεί πουθενά με το να τους υποδείξουμε τα σφάλματα της μέχρι τούδε συμπεριφοράς τους προς το παιδί. Πρέπει μάλλον να τους καταφέρουμε να αποδεχθούν νέους τρόπους συμπεριφοράς. Το να τους εξηγήσουμε ότι έκαναν εκείνο ή το άλλο σφάλμα, τους πληγώνει και παραλύει τη διάθεση τους να συνεργασθούν. Οι γονείς έρχονται στο σχολείο πιστεύοντας ότι έχουν κάποια λάθη. Ποτέ δεν πρέπει να τους κάνουμε να νιώσουν πως εμείς σκεφτόμαστε έτσι. Ποτέ δεν πρέπει να μιλάμε μαζί τους κατηγορηματικά ή δογματικά. Υποδείξεις και συμβουλές δεν πρέπει ποτέ να δίνονται με αυταρχικό τρόπο. Πολλοί γονείς δεν θέλουν συμβουλές και προτροπές. Νιώθουν απογοητευμένοι ή προσβεβλημένοι, δυσανασχετούν και είναι εχθρικοί, επειδή ο δάσκαλος τους είπε την αλήθεια και τους έφερε ενώπιον των ευθυνών τους. Τέτοιοι γονείς έχουν τις περισσότερες φορές προσπαθήσει για ένα διάστημα να κλείσουν τα μάτια τους, μπροστά στα λάθη του παιδιού τους. Η όλη υπόθεση είναι πολύ δυσάρεστη και σε περίπτωση που ο δάσκαλος τους φερθεί απότομα, ή αυστηρά, είναι πολύ δύσκολο να τους προσεγγίσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γονείς είναι συχνά μπλεγμένοι με παραδοσιακές μεθόδους παιδαγωγικής και δεν μπορούν να απελευθερωθούν εύκολα.
Κατά την εφαρμογή της επανορθωτικής αγωγής, πρέπει να βαδίζουμε προσεκτικά. Όποιος έχει επιχειρήσει να επανορθώσει την αγωγή των παιδιών με σύνεση και αντικειμενική κρίση, προβλέπει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του, με μεγαλύτερη σιγουριά. Κατά τη διαπαιδαγώγηση είναι απαραίτητα η πρακτική, το θάρρος, και προπαντός η καλή κατάρτιση. Όποιος έχει συνηθίσει να βλέπει τον άνθρωπο σαν μια ενότητα και να θεωρεί τα συμπτώματα, στοιχεία αυτής της ενότητας, μπορεί να καταλάβει το παιδί πολύ καλύτερα και να το βοηθήσει.
Σε περιπτώσεις, που διαπιστώνουμε διάφορα προβλήματα στη συμπεριφορά των παιδιών στο σχολείο, πρέπει να στρέψουμε τις έρευνες μας και προς τους γονείς, προς τη δική τους ψυχολογική κατάσταση και εκεί θα ανακαλύψουμε χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, τις πραγματικές αιτίες για τις δυσκολίες του παιδιού. Οι ενοχλητικές του ιδιότητες, είναι πολύ λιγότερο η έκφραση της δικής του φύσης και περισσότερο η αντανάκλαση ενοχλητικών επιρροών από την πλευρά των γονέων. Οι ιδιομορφίες των γονέων επιδρούν πάνω στα παιδιά κατά τρόπο που μας δείχνει καθαρά, πόσο μεταδοτικά είναι τα συμπλέγματά τους. Τα παιδιά κάνουν απεγνωσμένο αγώνα, κατά το πλείστον υποσυνείδητα για να απελευθερωθούν από τα οικογενειακά συμπλέγματα. Σε αυτό τον αγώνα της απελευθέρωσης το σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, γιατί είναι το πρώτο περιβάλλον έξω από τα όρια της οικογένειας, που γνωρίζει το παιδί. Οι συμμαθητές του υποκαθιστούν τα αδέλφια του, ο δάσκαλος τον πατέρα, η δασκάλα τη μητέρα. Έχει σημασία να συνειδητοποιεί ο δάσκαλος αυτή την διάσταση του ρόλου του. Δεν έχει μόνον την υποχρέωση να διδάξει στα παιδιά τη διδακτέα ύλη. Πρέπει να επιδράσει στους μαθητές του και με την προσωπικότητά του σαν παιδαγωγός. Η επιρροή αυτή είναι το ίδιο σπουδαία με τη διδασκαλική του δραστηριότητα και ίσως ακόμη σπουδαιότερη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η έλλειψη γονέων είναι για το παιδί δυστυχία. Εξίσου επικίνδυνη όμως, είναι και η προσκόλληση του, στους γονείς του. Το υπερβολικό δέσιμο με τους γονείς, αποτελεί εμπόδιο για την κατοπινή προσαρμογή του στον κόσμο. Ο νεαρός άνθρωπος, προορίζεται για τον κόσμο και όχι να παραμείνει παντοτινά το παιδί του μπαμπά και της μαμάς. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί γονείς που θεωρούν ότι τα παιδιά τους μένουν για πάντα παιδιά, και δεν θέλουν να απαρνηθούν την εξουσία που ασκούν επάνω τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ασκούν στα ποδιά τους μια επιζήμια επιρροή, στερώντας τους κάθε δυνατότητα ατομικής εξέλιξης και ανεξαρτητοποίησης. Η βλαβερή αυτή στάση, παράγει ανθρώπους εξαρτημένους, ανεύθυνους. Άλλοι πάλι γονείς, είναι ανίκανοι να αντιτάξουν στο παιδί την εξουσία που είναι απαραίτητη για να μπορέσει εκείνο αργότερα να προσαρμοστεί στον κόσμο. Ο δάσκαλος, λοιπόν, ως προσωπικότητα έχει το λεπτό καθήκον αφενός μεν να μην καταπιέζει το παιδί με την εξουσία του, αφετέρου δε να αντιπροσωπεύει γι’ αυτό τη μορφή ακριβώς που πρέπει εξουσίας που πρέπει να είναι ο ώριμος άνθρωπος απέναντι στον ανώριμο.
Η γνώση της παιδικής ψυχής από την άποψη της αναλυτικής ψυχολογίας είναι απαραίτητη για τον παιδαγωγό, τον γονέα, τον δάσκαλο. Η γνώση αυτή μπορεί να προσφέρει πολλά και στον παιδαγωγό και στα παιδιά τα οποία παιδαγωγεί, μάλιστα θα λέγαμε ότι περισσότερο ωφελείται ο παιδαγωγός, διότι με τις γνώσεις της αναλυτικής ψυχολογίας βελτιώνει την προσωπικότητά του και κατά συνέπεια γίνεται ικανότερος και αποτελεσματικότερος.
Μπαίνουμε σε μια εποχή που έχει νέες ιδέες, νέες μεθόδους και νέους τρόπους κατανόησης της αγωγής του παιδιού. Η επιστήμη παραμερίζει τα απαρχαιωμένα έθιμα και τις παραδόσεις. Οι γνώσεις, που αποκτάμε, βαρύνουν το δάσκαλο με περισσότερη ευθύνη, σαν αντιστάθμισμα όμως, του δίνουν περισσότερη κατανόηση των προβλημάτων της παιδικής ηλικίας και συνεπώς πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να βοηθήσει τα παιδιά που του έχουν εμπιστευτεί οι γονείς. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι μια μεμονωμένη εκδήλωση συμπεριφοράς, θα την καταλάβουμε μόνον όταν την ερευνήσουμε σε συσχέτιση με ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Sigmund Freud, Η τεχνική της ψυχανάλυσης, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1985. Sigmund Freud, Νέα σειρά των παραδόσεων, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1977.
Sigmund Freud, Πρακτική ψυχανάλυση, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1975. 4. Anna Freud, Παιδαγωγική ψυχανάλυση, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1991.
Alfred Adler, Η αγωγή του παιδιού, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1978.
Karl Gustav Young, Αναλυτική Ψυχολογία και Αναλυτική του παιδιού, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1991.