Όλοι μας γνωρίζουμε πόσο μεγάλο και δύσκολο είναι το έργο της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, είτε είμαστε γονείς, είτε νηπιαγωγοί, είτε δάσκαλοι, είτε καθηγητές, είτε γιατροί, είτε γενικά παιδαγωγοί.
Απ' όλους αυτούς, τους οποίους χαρακτηρίσαμε με το γενικό όνομα
Παιδαγωγούς, περνάει καθημερινώς από τα χέρια τους μια πληθώρα υλικού παιδιών, η οποία τους επιτρέπει να γνωρίζουν τα φαινόμενα της συμπεριφοράς των παιδιών σε όλες τους τις διαβαθμίσεις. Πχ. παιδιά ανήσυχα, απρόσεκτα, πεισματάρικα, φοβισμένα, επιθετικά, βάναυσα, συνεσταλμένα, δειλά, ευγενικά, αυθάδη, κλπ.
Οι παιδαγωγοί στο σχολείο, οι δάσκαλοι, γενικά οι εκπαιδευτές, εργάζονται μεν σε συνθήκες που τους επιτρέπουν να έχουν πλήρη γνώση των φαινομένων της παιδικής συμπεριφοράς, αλλά από την άλλη μεριά η φύση της εργασίας των, απαιτεί από αυτούς να βρίσκονται σε συνεχή δράση. Πρέπει, λοιπόν, μέσα στις τάξεις συγχρόνως να νουθετούν, να αμύνονται, να επιβάλλουν την τάξη, να τα απασχολούν, να τα καθοδηγούν και να τα διδάσκουν. Επομένως, ενώ έρχονται σε επαφή με όλων των ειδών τις εκδηλώσεις του παιδικού χαρακτήρα, δεν έχουν το χρόνο να ταξινομήσουν τα φαινόμενα που παρουσιάζονται, ούτε και να εντοπίσουν τις αιτίες για τις εξωτερικεύσεις του κάθε παιδιού. Για μια τέτοια ταξινόμηση και ερμηνεία του υλικού, δεν λείπει μόνον ο χρόνος, αλλά και οι απαιτούμενες ειδικές γνώσεις.
Εκείνος, όμως, που ως παιδαγωγός θέλει να μάθει περισσότερα για τα ψυχολογικά αίτια όλων αυτών των παιδικών εξωτερικεύσεων, εκείνος που θέλει να κατανοήσει τις μεταξύ των διαφορές και να παρακολουθήσει τη σταδιακή εξέλιξη ενός συγκεκριμένου παιδιού, αυτός θα μπορέσει να αντλήσει πληροφορίες από την αναλυτική παιδαγωγική.
Οι δάσκαλοι στο σχολείο παραπονούνται συχνά πως τα παιδιά είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσουν στη σωστή αντιμετώπιση του δασκάλου και του μαθήματος. Τα παιδιά αυτά έχουν περάσει πρώτα από την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα του νηπιαγωγείου και τον τρόπο συμπεριφοράς που μάθανε εκεί, τον μεταφέρουν και στο Δημοτικό σχολείο, εκεί όπου η συμπεριφορά αυτή δεν αρμόζει καθόλου. Αλλά και στο νηπιαγωγείο όπου οι νηπιαγωγοί έχουν να κάνουν με παιδιά 3-6 ετών, παρατηρείται το φαινόμενο ότι και αυτά τα παιδιά έχουν κατά κάποιο τρόπο διαμορφώσει ήδη κάποιο χαρακτήρα. Το καθένα απ' αυτά κουβαλάει μέσα του μια ολόκληρη συλλογή από ιδιοτυπίες, αντιδρά το καθένα με το δικό του τρόπο στη συμπεριφορά των ατόμων, που ασχολούνται με αυτό, έχει τις δικές του προσδοκίες, τα άγχη του, τις απέχθειες του, τις προτιμήσεις του, ακόμη και το δικό του τρόπο να εκδηλώνει τη ζήλεια του, την τρυφερότητα του, την ανάγκη του για αγάπη, ή και την άμυνα του. Και ο νηπιαγωγός λοιπόν κινείται ανάμεσα σε πολύπλοκες μικρογραφίες προσωπικοτήτων, που δεν είναι εύκολο να επηρεασθούν. Προφανώς, ο άνθρωπος διαμορφώνεται κατά μεγάλο μέρος νωρίτερα από ότι γενικά φανταζόμαστε.
Για να εντοπίσουμε λοιπόν το σημείο από το οποίο προέρχονται εκείνες οι ιδιοτυπίες των παιδιών που δημιουργούν στους παιδαγωγούς τόσα προβλήματα, θα πρέπει να επεκτείνουμε τις έρευνες μας και στο χρονικό διάστημα πριν από την ηλικία των πέντε ετών και να φτάσουμε στους πραγματικά πρώτους παιδαγωγούς τους, στους γονείς. Είναι γεγονός ότι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, προσπαθούν να ερμηνεύσουν την συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο, από τον τρόπο αντιμετώπισης του παιδιού στο σπίτι και κατά συνέπεια θεωρείται σαν δεδομένο ότι ο χαρακτήρας του παιδιού αποδίδεται στα βιώματα στο οικογενειακό περιβάλλον.
Από πότε αρχίζει η διαπαιδαγώγηση του παιδιού; Μα φυσικά από τη στιγμή που θα γεννηθεί. Το μικρό παιδί είναι τελείως ανήμπορο και ανίσχυρο ανάμεσα στους ενήλικους και η επιβίωση του εξαρτάται από αυτούς. Εδώ θεωρούμε σκόπιμο να κάνουμε κάποια διάκριση μεταξύ φροντίδας και διαπαιδαγώγησης. Η φροντίδα του παιδιού συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγκών του. Το πρόσωπο που το φροντίζει, κατευνάζει την πείνα του ταΐζοντας το, το κρατά καθαρό, προσέχει να περιβάλλεται από ησυχία και ζέστη και το προστατεύει από τραυματισμούς και γενικά από κινδύνους του περιβάλλοντος. Προσφέρει λοιπόν στο παιδί ό,τι αυτό χρειάζεται χωρίς να απαιτεί κανένα αντάλλαγμα για την προσφορά του.
Αντίθετα, η διαπαιδαγώγηση συνεπάγεται πάντοτε και κάποιες απαιτήσεις προς το παιδί. Οι παιδαγωγοί, δηλαδή οι ενήλικοι του περιβάλλοντος που ανήκει το παιδί, προσπαθούν πάντα να διαμορφώσουν το χαρακτήρα του, σύμφωνα με το περιβάλλον αυτό. Η γενικότερη πρόθεση της διαπαιδαγώγησης είναι να καλλιεργήσει το παιδί έτσι, ώστε μεγαλώνοντας να μην διαφέρει πολύ από τους ενήλικους της κοινωνίας που το περιβάλλει. Αφετηρία της διαπαιδαγώγησης είναι λοιπόν, τα σημεία εκείνα, στα οποία το παιδί διαφέρει από τους ενήλικους, είναι δηλαδή το σύνολο των κατ' εξοχήν παιδικών τρόπων συμπεριφοράς. Η αρχική λοιπόν διαπαιδαγώγηση είναι ο αγώνας ενάντια στην ιδιοτυπία του παιδιού. Η συμπεριφορά που παρουσιάζουν τα παιδιά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είναι μόνον μια αδύναμη ανταύγεια των πρωταρχικών τους συνηθειών. Οι ενήλικες χαρακτηρίζουν αυτές τις συνήθειες ως απρέπειες και είναι πολύ γνωστές στα πρόσωπα που είναι αναγκασμένα να ασχολούνται με παιδιά μέχρι πέντε χρονών περίπου.
Το παιδί δεν νοιάζεται για κανέναν, είναι αφόρητα εγωκεντρικό. Θέλει μονάχα να επιβάλλει τη θέληση του και να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, ανεξάρτητα αν από αυτό υποφέρουν άλλοι. Είναι βρώμικο, προκαλεί δυσαρέσκεια, δεν διστάζει να πιάσει και το πιο αηδιαστικό πράγμα και να το βάλει ακόμα και στο στόμα του. Δεν ντρέπεται καθόλου σε ότι αφορά στο σώμα του και δείχνει περιέργεια για όλα όσα θέλουν να του αποκρύψουν οι άλλοι. Είναι αδηφάγο και λαίμαργο. Είναι βάναυσο με όλα τα όντα που έχουν λιγότερη δύναμη από αυτό και καταστροφικό απέναντι στα άψυχα αντικείμενα.
Έχει πλήθος κακών συνηθειών: βυζαίνει τα δάχτυλα του, τρώει τα νύχια του, χώνει το δάχτυλο του στη μύτη του και παίζει με τα γεννητικά του όργανα. Όλα αυτά τα κάνει με μεγάλο πάθος και ασκεί μεγάλη πίεση για να ικανοποιηθεί η κάθε του επιθυμία, αμέσως μόλις την αισθανθεί και του είναι αφόρητη και η παραμικρή καθυστέρηση.
Στις περιγραφές των γονέων δύο παράπονα εμφανίζονται διαρκώς στο προσκήνιο. Πρώτο το αίσθημα της ματαιοπονίας, ότι δηλαδή μόλις κατορθώσουν και του αποβάλλουν μια ιδιοτροπία, στη θέση της παρουσιάζεται αμέσως μία άλλη, και δεύτερο το αίσθημα της αμηχανίας σε σχέση με την προέλευση αυτών των ιδιοτροπιών, αφού κατά τη γνώμη τους αποκλείεται να προέρχονται από παραδείγματα των ίδιων των γονέων, αλλά ούτε και από την συναναστροφή με άλλα παιδιά, με τα οποία έτσι ή αλλιώς το δικό τους δεν έρχεται σε επαφή.
Πρώτη η ψυχανάλυση απελευθερώθηκε από τα συμπεράσματα, τις προϋποθέσεις και τις προκαταλήψεις με βάση τις οποίες προσπαθούσαν άλλοι ανέκαθεν να κρίνουν τον παιδικό χαρακτήρα. Μέσω της απελευθέρωσης αυτής όλες οι απρέπειες του παιδιού, που πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν, ταξινομήθηκαν σε ένα οργανικό σύνολο. Αντί για αυθαίρετες ιδιοτροπίες, η ψυχανάλυση ανακάλυψε μια σειρά από διαδοχικές βαθμίδες ψυχικής ανάπτυξης, παρόμοιες με εκείνες που από πολύ καιρό είχαμε μάθει να παρακολουθούμε στην ανάπτυξη του ανθρώπινου σώματος.
Η επιλογή της σωματικής περιοχής όπου εκτυλίσσονται αυτά τα φαινόμενα, δεν είναι αυθαίρετη, αλλά καθορίζεται από διάφορους βιολογικούς παράγοντες. Η ψυχολογική λοιπόν ανάπτυξη του παιδιού εξελίσσεται κατά φάσεις ή στάδια.
Το πρώτο στάδιο λέγεται στοματικό. Τις πρώτες εβδομάδες η διατροφή είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του παιδιού: στην περίοδο αυτή το στόμα και η γύρω του περιοχή αποτελούν το σημαντικότερο σημείο του σώματος του. Ο θηλασμός στο στήθος της μητέρας και η εισροή της τροφής στο στόμα, προκαλούν στο παιδί μεγάλη ευχαρίστηση, και η επιθυμία του να συνεχιστεί και να επαναληφθεί αυτή η ευχαρίστηση, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα αν το παιδί έχει πια χορτάσει. Σύντομα ανακαλύπτει πως βυζαίνοντας το δάχτυλο του, μπορεί και πάλι να προσφέρει στον εαυτό του την ευχαρίστηση αυτή, ανεξάρτητα από τη λήψη τροφής και από το πρόσωπο που το τρέφει. Την περίοδο αυτή η ηδονική δραστηριότητα του στόματος, δεν περιορίζεται μόνον στη λήψη τροφής και στην πιπίλα. Το παιδί συμπεριφέρεται σαν να ήθελε να γνωρίσει με το στόμα του, καθετί που μπορεί να του είναι προσιτό. Δαγκώνει, γλύφει και δοκιμάζει όλα τα αντικείμενα που μπορεί να αγγίξει, ιδιότητες ανεπιθύμητες βέβαια για τους ενήλικους του περιβάλλοντος του, μια και έτσι δυσκολεύεται πολύ η διατήρηση της καθαριότητας του και δημιουργούνται πολλοί κίνδυνοι για την υγεία του. Αυτή η προτίμηση του στόματος ως πηγή ευχαρίστησης διαρκεί περίπου ολόκληρο το πρώτο έτος.
Κατά τη διάρκεια του στοματικού σταδίου, οι γονείς φέρονται στο παιδί με μεγάλη ανοχή, το φροντίζουν, μόνο που απαιτούν από το παιδί να συνηθίσει σε κάποια τάξη και κανονικότητα σε ό,τι αφορά στη λήψη τροφής και την ώρα του ύπνου.
Το δεύτερο στάδιο λέγεται σαδιστικό - πρωκτικό. Σ’ αυτό το στάδιο σταδιακά μπαίνει στη ζωή του παιδιού ένας πολύ σημαντικός παράγοντας: η αγωγή στην καθαριότητα. Η μητέρα ή το πρόσωπο που φροντίζει το παιδί προσπαθεί να το μάθει να μην βρέχεται και να μην λερώνεται. Ολόκληρο το δεύτερο έτος της ηλικίας του, σημαδεύεται χαρακτηριστικά από πολύ δραστικές προσπάθειες του παιδαγωγού προς αυτή την κατεύθυνση, καθ' ότι το παιδί αντιστέκεται σ' αυτόν τον περιορισμό και υπερασπίζεται το δικαίωμα του να ουρεί και να ενεργείται όποτε του αρέσει.
Το τρίτο στάδιο λέγεται φαλλικό. Διαρκεί από το 3°, 4°, 5°, 6° έτος της ηλικίας του. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου το παιδί αρχίζει να παίζει με τα γεννητικά του όργανα, ενδιαφέρεται να μάθει για τη διαφορά των φύλων και από πού προέρχονται τα παιδιά. Βλέπουμε γενικά ότι η συμπεριφορά του παιδιού κατευθύνεται από την αρχή της ευχαρίστησης, έτσι γεννιέται ένας ακατάπαυστος αγώνας μεταξύ παιδαγωγών και παιδιού, ο οποίος ποτέ δεν σταματά. Ο παιδαγωγός θέλει να το διδάξει να δίνει μεγαλύτερη σημασία στις αιτήσεις του εξωτερικού κόσμου, από ό,τι στις εσωτερικές απαιτήσεις των ορμών του. Προσπαθεί να βάλει στη θέση της βαναυσότητας τη συμπόνια, στη θέση της καταστροφικότητας την προφύλαξη των πραγμάτων. Προσπαθεί να εμποδίσει το παιδί να ψηλαφεί το σώμα του. Στόχος του παιδαγωγού είναι επίσης να μεταβάλλει την αδιακρισία σε σεβασμό, τον εγωισμό σε αλτρουισμό.
Τα ανωτέρω περιγραφέντα στάδια της ψυχικής εξέλιξης του παιδιού, πρέπει να διαδεχθεί το ένα το άλλο ομαλά και οι παιδαγωγοί φροντίζουν γι’ αυτή τη διαδοχή, ώστε να μην υπάρξει ο κίνδυνος της καθήλωσης του παιδιού σε κάποιο στάδιο, μέχρι να φτάσει στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής του. Η διαπαιδαγώγηση διέθετε ανέκαθεν διάφορες προειδοποιήσεις και απειλές στον αγώνα της για να αποτραπούν οι ανησυχητικές απολαύσεις του παιδιού. Πχ. «Αν συνεχίσεις να βυζαίνεις το δάχτυλο σου θα σου το κόψουν!». Με αυτό τον τρόπο το παιδί αρχίζει να φοβάται την πραγματική βία, ή «Αν το κάνεις αυτό, δεν Θα σε αγαπώ πια!». Εδώ έρχεται αντιμέτωπο με την πιθανότητα απώλειας της γονικής αγάπης.
Κάτω από την απειλή αυτών των τεράστιων κινδύνων, το παιδί μαθαίνει πραγματικά να παραιτείται από τους αρχικούς του στόχους για ευχάριστη. Στην αρχή από φόβο, ή και από αγάπη, προσποιείται. Με την εντεινόμενη εξομοίωση του προς τους μεγάλους, αποδέχεται την πραγματικότητα και τις δικές τους αξιολογήσεις. Αρχίζει να ξεχνά ότι κάποτε αισθανόταν διαφορετικά, αρχίζει να απαρνιέται σταδιακά όλα όσα επιθυμούσε αρχικά και φράζει το δρόμο της επιστροφής του στις παλιές του απολαύσεις, αντιστρέφοντας τα συναισθήματα του, που ήταν άλλοτε συνδεδεμένα με την αίσθηση της απόλαυσης. Όσο πιο τέλεια πετυχαίνει η αντιστροφή αυτή, τόσο πιο ευχαριστημένοι είναι και οι ενήλικοι με την αγωγή που έδωσαν στο παιδί. Αποστρέφοντας τη μνήμη του από τα βιώματα απόλαυσης, που του ήταν κάποτε τόσο αγαπητά, αποδιώχνει ταυτόχρονα από τη μνήμη του και την αντίστοιχη περίοδο της ζωής του, μαζί με όλα τα συναισθήματα και όλα τα βιώματα της περιόδου αυτής. Ξεχνά το παρελθόν που αναδρομικά, το θεωρεί απωθητικό και αναξιοπρεπές. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται ένα κενό στην μνήμη του, αδιαπέραστο και απρόσιτο, σχετικά με τα πρώτα και τόσο σημαντικά παιδικά βιώματα. Λέγομε τότε, ότι τα βιώματα αυτά έχουν απωθηθεί στο ασυνείδητο.
Κατά τη διάρκεια του φαλλικού σταδίου αναπτύσσεται το λεγόμενο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Σύμφωνα με αυτό το αγόρι επιζητά την αποκλειστική αγάπη της μητέρας και θεωρεί αντίζηλο τον πατέρα όπως και τα υπόλοιπα αδέλφια του. Η ομαλή λύση του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, συνίσταται στην απομάκρυνση από τη μητέρα, στην αποκατάσταση της αγάπης προς τον πατέρα, και στην ταύτιση με αυτόν. Αυτά όσον αφορά στα αγόρια. Στα κορίτσια συμβαίνει το αντίθετο.
Το τέταρτο στάδιο λέγεται λανθάνουσα περίοδος. Διαρκεί από το 7°, 8°, 9°, 10°, 11° έτος της ηλικίας του. Στην αρχή αυτού του σταδίου το παιδί μπαίνει στην Α' τάξη του Δημοτικού και υποτίθεται ότι τώρα είναι έτοιμο να δεχθεί πως είναι απλώς ένα παιδί ανάμεσα σε άλλα και δεν μπορεί να υπολογίζει από την αρχή σε κάποια προνομιακή θέση. Έχει μάθει μέχρις ενός σημείου να προσαρμόζεται κοινωνικά. Είναι πρόθυμο να κάνει αυτά που του ζητούν και να περιορίζει τη διασκέδαση του, στο χρονικό διάστημα που έχει ειδικά προβλεφθεί για το σκοπό αυτό και δεν ψάχνει διαρκώς όπως πριν για ικανοποιήσεις. Το ενδιαφέρον του να δει τα πάντα και να ανακαλύψει τα απόκρυφα μυστικά του περιβάλλοντος του, έχει μεταβληθεί σε δίψα για μάθηση. Αντί για τις αποκαλύψεις και τις διαλευκάνσεις μυστηρίων, που τόσο λαχταρούσε τα προηγούμενα χρόνια, είναι τώρα πια ιδιαίτερα πρόθυμο να μάθει γράμματα και αριθμούς. Στο σημείο αυτό, η διαπαιδαγώγηση συμπεριφέρεται ανέκαθεν, σαν να την καθοδηγεί μια επαρκής ψυχολογική κατανόηση της εσωτερικής κατάστασης του παιδιού. Προκειμένου να αρχίσει την πνευματική καλλιέργεια του, εκμεταλλεύεται τη λανθάνουσα περίοδο, όπου το παιδί δεν είναι αποκλειστικά απασχολημένο με τις εσωτερικές του συγκρούσεις και οι ορμές του το έχουν αφήσει κάπως ήσυχο. Οι δάσκαλοι του σχολείου, συμπεριφέρονταν πάντα σαν να είχαν αντιληφθεί, ότι όσο λιγότερες ορμές έχει το παιδί στην περίοδο αυτή, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ικανότητα του για μάθηση. Γι’ αυτό το λόγο καταδικάζουν με μεγάλη αυστηρότητα κάθε εκδήλωση ορμών του παιδιού στο σχολείο και κάθε προσπάθεια για την ικανοποίηση τους. Εδώ φαίνονται και οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο παιδαγωγός.
Ο παιδαγωγός κληρονομεί το ρόλο του γονιού; Είναι οπωσδήποτε δύσκολο μια δασκάλα να παίζει με επιτυχία το ρόλο της μητέρας, για ένα μεγάλο αριθμό παιδιών και να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του κάθε παιδιού ξεχωριστά, χωρίς να προκαλεί στα άλλα παιδιά βίαια ξεσπάσματα ζήλιας. Εξίσου δύσκολο είναι και για το δάσκαλο να λειτουργεί ως πατέρας τόσων πολλών παιδιών και να είναι συνεχώς αντικείμενο φόβου, στόχος των εξεργετικών τάσεων και συγχρόνως να είναι και προσωπικός φίλος του κάθε παιδιού.
Στην ηλικία αυτή το παιδί αρχίζει να αντιμετωπίζει τους γονείς του με πιο νηφάλιο τρόπο και να επανεκτιμά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα τον πατέρα του, που ως εκείνη τη στιγμή τον θεωρούσε παντοδύναμο. Ταυτόχρονα, το παιδί προσπαθεί να αποκτήσει κάποια ελευθερία από τους γονείς του και επιλέγει παράλληλα και νέα αντικείμενα αγάπης και θαυμασμού. Αρχίζει μια διαδικασία αποδέσμευσης, που τη συνεχίζει σε όλη τη λανθάνουσα περίοδο και εν συνεχεία κατά τη διάρκεια της εφηβείας μέχρι την ενηλικίωση, οπότε πρέπει φυσιολογικά να έχει σταματήσει και η εξάρτηση από τα αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής ηλικίας.
Η ψυχανάλυση διακρίνει τρεις διαφορετικές περιόδους στη ζωή του παιδιού: την πρώιμη παιδική ηλικία που διαρκεί περίπου ως το τέλος του πέμπτου έτους, την λανθάνουσα περίοδο που διαρκεί ως την αρχή της προεφηβείας, δηλαδή ως το διάστημα μεταξύ ένδεκα και δεκατριών ετών και την εφηβεία από δεκατριών ετών μέχρι την ενηλικίωση.
Η κάθε μία από αυτές τις περιόδους χαρακτηρίζεται και από μία διαφορετική συναισθηματική στάση του παιδιού απέναντι στους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, καθώς και από ένα διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης των ορμών του. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να κρίνουμε μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή αντίδραση ενός παιδιού, ανεξάρτητα από την περίοδο στην οποία βρίσκεται η εξέλιξη του· πχ. μια κάποια παρορμητική βαναυσότητα, ή η έλλειψη ντροπής, που στην πρώιμη παιδική ηλικία και στην εφηβεία ανήκουν στη φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, στη λανθάνουσα περίοδο θα πρέπει να ανησυχούν τον παρατηρητή, ενώ μετά την ενηλικίωση θα πρέπει ίσως να θεωρηθούν ως παθολογικά φαινόμενα.
Ο ισχυρός δεσμός των παιδιών με τους γονείς είναι τελείως φυσικός και επιθυμητός στην πρώιμη και στην λανθάνουσα περίοδο της ζωής τους. Αν ο δεσμός αυτός εξακολουθεί να υπάρχει και στο τέλος της εφηβείας, αποτελεί σημάδι για την ύπαρξη κάποιας αναστολής στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού. Οι τάσεις εξέγερσης καθώς και οι τάσεις εσωτερικής απελευθέρωσης, που διευκολύνουν το παιδί στο πέρασμα του από την εφηβεία στην ενηλικίωση, εάν υπάρχουν στην πρώιμη παιδική ηλικία και στην λανθάνουσα περίοδο, μπορούν να παρεμποδίσουν την κανονική ανάπτυξη του Εγώ. Η ψυχανάλυση αντιλαμβάνεται την οντότητα του παιδιού, ως διασπασμένη στα τρία: στην ορμική του ζωή, στο Εγώ και στο Υπερεγώ, το οποίο είναι η απόρροια της σχέσης του παιδιού με τους γονείς του.
Το παιδί ξεπερνά τους πρώτους μεγάλους συναισθηματικούς δεσμούς του, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και με εκείνα που του εμπνέουν φόβο. Μεγαλώνοντας, απελευθερώνεται μεν από την εξωτερική τους επιρροή, αλλά στο μεταξύ συγκροτεί στον εσωτερικό του κόσμο και σε απομίμηση των προσώπων αυτών έναν θεσμό, ο οποίος θα διατηρήσει την επιρροή τους και στο μέλλον. Ο θεσμός αυτός είναι το Υπερεγώ το οποίο διακρίνεται για την ακαμψία του. Οι παιδαγωγοί για να μπορούν να επηρεάζουν τα παιδιά με τις απαιτήσεις τους και τις απαγορεύσεις τους, πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το Υπερεγώ κάθε παιδιού.
Καθήκον μιας παιδαγωγικής, που να βασίζεται στην αναλυτική ψυχολογία, είναι να βρίσκει για κάθε ηλικία τον μεσαίο δρόμο, ανάμεσα στην εκπλήρωση των ικανοποιήσεων και στον περιορισμό των ορμών. Η επίδραση πάνω στο παιδί των υπερβολικών αναστολών, είναι εξίσου βλαβερή με την παντελή έλλειψη αναστολών. Ο άμεσος στόχος της αγωγής είναι να μάθει το παιδί να εξουσιάζει τις ορμές του. Η αγωγή πρέπει λοιπόν να αναστέλλει, να απαγορεύει, να καταπιέζει και για τούτο φρόντισε αρκετά σε όλες τις εποχές. Η ψυχανάλυση διδάσκει ότι η υπερβολική καταπίεση των ορμών, ενέχει τον κίνδυνο νευρωτικής ασθένειας.
Πρέπει λοιπόν οι παιδαγωγό, να διακρίνουν πόσο πρέπει να απαγορεύουν, πότε και με ποια μέσα. Θα πρέπει να λάβουμε τότε υπόψη μας, ότι τα παιδιά στα οποία θέλουμε να επιδράσουμε με την αγωγή, κρύβουν μέσα τους τις πιο ανόμοιες ιδιοσυγκρασιακές προδιαθέσεις, έτσι ώστε αποκλείεται η ίδια παιδαγωγική μέθοδος, να είναι το ίδιο καλή, για όλα τα παιδιά.
Αν αναλογισθούμε λοιπόν τους δύσκολους στόχους που βάζουμε στον παιδαγωγό, να αναγνωρίσει δηλαδή την ιδιοσυγκρασιακή ιδιορρυθμία του παιδιού, να μαντέψει από ελάχιστους υπαινιγμούς, τι διαδραματίζεται μέσα στην ψυχική του ζωή, να του δώσει το σωστό μέτρο αγάπης, αλλά και να διατηρήσει παράλληλα και το κύρος του, τότε μπορούμε να πούμε ότι η μόνη κατάλληλη προετοιμασία για το επάγγελμα του παιδαγωγούς είναι μία πλήρης αναλυτική εκπαίδευση.
Η αναλυτική εκπαίδευση δασκάλων και παιδαγωγών είναι αποτελεσματικότερο προφυλακτικό μέτρο και από την αναλυτική συμβουλευτική αγωγή των ίδιων των παιδιών. Γονείς, που έμαθαν πολλά χάρη στην εμπειρία της προσωπικής τους ανάλυσης, θα αντιμετωπίσουν τα παιδιά τους με μεγαλύτερη κατανόηση και θα τα απαλλάξουν από πολλά σφάλματα που κάποτε αναγκάσθηκαν να υποστούν οι ίδιοι.
Η αναλυτική εκπαίδευση διευρύνει την ανθρωπογνωσία του παιδαγωγού και οξύνει την αντίληψη του για τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα σε αυτόν και στο παιδί. Τελικά ως μέθοδος θεραπευτικής αγωγής προσπαθεί να επανορθώσει τις ζημιές που έγιναν στο παιδί κατά τη διάρκεια της παιδαγώγησής του, και ελπίζει ότι θα εξαλείψει τον πρώτο παράγοντα στην αιτιολογία των ψυχολογικών προβλημάτων, δηλαδή την επίδραση των τυχαίων παιδικών ψυχολογικών τραυμάτων.
Βασικά δεν παίζει και σπουδαίο ρόλο, αν η αγωγή και η ανάπτυξη του παιδιού συντελείται κάτω από την καθοδήγηση των γονέων ή του δασκάλου φτάνει το παιδί να διαπαιδαγωγείται σωστά. Εδώ μιλάμε φυσικά για διαπαιδαγώγηση πέρα από το διδακτικό πρόγραμμα, δεν εννοούμε την παράδοση της διδακτέας ύλης, αλλά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, σπουδαιότερο δηλαδή τμήμα της διαπαιδαγώγησης. Παρ’ όλο που και οι δύο, γονείς και ο δάσκαλος, μπορούν να προσφέρουν στο έργο της αγωγής, ο δάσκαλος διορθώνει τα λάθη της οικογένειας και οι γονείς διορθώνουν τα λάθη του σχολείου.
Κατά τη διάρκεια του παιδαγωγικού έργου, ο δάσκαλος έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με τους γονείς. Η σύγκρουση αυτή είναι αναπόφευκτη, αφού η διορθωτική δουλειά του δασκάλου, προϋποθέτει μέχρι ένα βαθμό σφάλματα των γονέων και έτσι το ερμηνεύουν συχνά οι γονείς.
Πως λοιπόν, πρέπει να συμπεριφέρεται ο δάσκαλος προς τους γονείς; Ο δάσκαλος πρέπει να ενεργεί πάντα θεωρώντας σαν δεδομένο, ότι οι γονείς δεν ευθύνονται για τις κακές ιδιότητες που δείχνει το παιδί. Οι γονείς δεν είναι έμπειροι, επιδέξιοι παιδαγωγοί, και συνήθως έχουν για γνώμονα και οδηγό των πράξεων τους, μόνον την παράδοση. Όταν καλούνται για τα παιδιά τους στο σχολείο, νιώθουν σαν κατηγορούμενοι εγκληματίες. Με τέτοια διάθεση που δείχνει πράγματι ένα εσωτερικό συναίσθημα ενοχής, απαιτεί από το δάσκαλο μεγάλη ευαισθησία και διακριτικότητα. Ποτέ δεν πρέπει να επιπλήττουμε τους γονείς και να τους κατηγορούμε, ακόμη κι όταν έχουμε κάθε λόγο γι' αυτό. Μπορούμε να πετύχουμε πολλά περισσότερα, αν μπορέσουμε να τους πείσουμε να αλλάξουν τη στάση τους και να συνεργασθούν μαζί μας, σύμφωνα με τις δικές μας αρχές. Δεν οδηγεί πουθενά με το να τους υποδείξουμε τα σφάλματα της μέχρι τούδε συμπεριφοράς τους προς το παιδί. Πρέπει μάλλον να τους καταφέρουμε να αποδεχθούν νέους τρόπους συμπεριφοράς. Το να τους εξηγήσουμε ότι έκαναν εκείνο ή το άλλο σφάλμα, τους πληγώνει και παραλύει τη διάθεση τους να συνεργασθούν. Οι γονείς έρχονται στο σχολείο πιστεύοντας ότι έχουν κάποια λάθη. Ποτέ δεν πρέπει να τους κάνουμε να νιώσουν πως εμείς σκεφτόμαστε έτσι. Ποτέ δεν πρέπει να μιλάμε μαζί τους κατηγορηματικά ή δογματικά. Υποδείξεις και συμβουλές δεν πρέπει ποτέ να δίνονται με αυταρχικό τρόπο. Πολλοί γονείς δεν θέλουν συμβουλές και προτροπές. Νιώθουν απογοητευμένοι ή προσβεβλημένοι, δυσανασχετούν και είναι εχθρικοί, επειδή ο δάσκαλος τους είπε την αλήθεια και τους έφερε ενώπιον των ευθυνών τους. Τέτοιοι γονείς έχουν τις περισσότερες φορές προσπαθήσει για ένα διάστημα να κλείσουν τα μάτια τους, μπροστά στα λάθη του παιδιού τους. Η όλη υπόθεση είναι πολύ δυσάρεστη και σε περίπτωση που ο δάσκαλος τους φερθεί απότομα, ή αυστηρά, είναι πολύ δύσκολο να τους προσεγγίσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γονείς είναι συχνά μπλεγμένοι με παραδοσιακές μεθόδους παιδαγωγικής και δεν μπορούν να απελευθερωθούν εύκολα.
Κατά την εφαρμογή της επανορθωτικής αγωγής, πρέπει να βαδίζουμε προσεκτικά. Όποιος έχει επιχειρήσει να επανορθώσει την αγωγή των παιδιών με σύνεση και αντικειμενική κρίση, προβλέπει τα αποτελέσματα των προσπαθειών του, με μεγαλύτερη σιγουριά. Κατά τη διαπαιδαγώγηση είναι απαραίτητα η πρακτική, το θάρρος, και προπαντός η καλή κατάρτιση. Όποιος έχει συνηθίσει να βλέπει τον άνθρωπο σαν μια ενότητα και να θεωρεί τα συμπτώματα, στοιχεία αυτής της ενότητας, μπορεί να καταλάβει το παιδί πολύ καλύτερα και να το βοηθήσει.
Σε περιπτώσεις, που διαπιστώνουμε διάφορα προβλήματα στη συμπεριφορά των παιδιών στο σχολείο, πρέπει να στρέψουμε τις έρευνες μας και προς τους γονείς, προς τη δική τους ψυχολογική κατάσταση και εκεί θα ανακαλύψουμε χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, τις πραγματικές αιτίες για τις δυσκολίες του παιδιού. Οι ενοχλητικές του ιδιότητες, είναι πολύ λιγότερο η έκφραση της δικής του φύσης και περισσότερο η αντανάκλαση ενοχλητικών επιρροών από την πλευρά των γονέων. Οι ιδιομορφίες των γονέων επιδρούν πάνω στα παιδιά κατά τρόπο που μας δείχνει καθαρά, πόσο μεταδοτικά είναι τα συμπλέγματά τους. Τα παιδιά κάνουν απεγνωσμένο αγώνα, κατά το πλείστον υποσυνείδητα για να απελευθερωθούν από τα οικογενειακά συμπλέγματα. Σε αυτό τον αγώνα της απελευθέρωσης το σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, γιατί είναι το πρώτο περιβάλλον έξω από τα όρια της οικογένειας, που γνωρίζει το παιδί. Οι συμμαθητές του υποκαθιστούν τα αδέλφια του, ο δάσκαλος τον πατέρα, η δασκάλα τη μητέρα. Έχει σημασία να συνειδητοποιεί ο δάσκαλος αυτή την διάσταση του ρόλου του. Δεν έχει μόνον την υποχρέωση να διδάξει στα παιδιά τη διδακτέα ύλη. Πρέπει να επιδράσει στους μαθητές του και με την προσωπικότητά του σαν παιδαγωγός. Η επιρροή αυτή είναι το ίδιο σπουδαία με τη διδασκαλική του δραστηριότητα και ίσως ακόμη σπουδαιότερη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η έλλειψη γονέων είναι για το παιδί δυστυχία. Εξίσου επικίνδυνη όμως, είναι και η προσκόλληση του, στους γονείς του. Το υπερβολικό δέσιμο με τους γονείς, αποτελεί εμπόδιο για την κατοπινή προσαρμογή του στον κόσμο. Ο νεαρός άνθρωπος, προορίζεται για τον κόσμο και όχι να παραμείνει παντοτινά το παιδί του μπαμπά και της μαμάς. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί γονείς που θεωρούν ότι τα παιδιά τους μένουν για πάντα παιδιά, και δεν θέλουν να απαρνηθούν την εξουσία που ασκούν επάνω τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ασκούν στα ποδιά τους μια επιζήμια επιρροή, στερώντας τους κάθε δυνατότητα ατομικής εξέλιξης και ανεξαρτητοποίησης. Η βλαβερή αυτή στάση, παράγει ανθρώπους εξαρτημένους, ανεύθυνους. Άλλοι πάλι γονείς, είναι ανίκανοι να αντιτάξουν στο παιδί την εξουσία που είναι απαραίτητη για να μπορέσει εκείνο αργότερα να προσαρμοστεί στον κόσμο. Ο δάσκαλος, λοιπόν, ως προσωπικότητα έχει το λεπτό καθήκον αφενός μεν να μην καταπιέζει το παιδί με την εξουσία του, αφετέρου δε να αντιπροσωπεύει γι’ αυτό τη μορφή ακριβώς που πρέπει εξουσίας που πρέπει να είναι ο ώριμος άνθρωπος απέναντι στον ανώριμο.
Η γνώση της παιδικής ψυχής από την άποψη της αναλυτικής ψυχολογίας είναι απαραίτητη για τον παιδαγωγό, τον γονέα, τον δάσκαλο. Η γνώση αυτή μπορεί να προσφέρει πολλά και στον παιδαγωγό και στα παιδιά τα οποία παιδαγωγεί, μάλιστα θα λέγαμε ότι περισσότερο ωφελείται ο παιδαγωγός, διότι με τις γνώσεις της αναλυτικής ψυχολογίας βελτιώνει την προσωπικότητά του και κατά συνέπεια γίνεται ικανότερος και αποτελεσματικότερος.
Μπαίνουμε σε μια εποχή που έχει νέες ιδέες, νέες μεθόδους και νέους τρόπους κατανόησης της αγωγής του παιδιού. Η επιστήμη παραμερίζει τα απαρχαιωμένα έθιμα και τις παραδόσεις. Οι γνώσεις, που αποκτάμε, βαρύνουν το δάσκαλο με περισσότερη ευθύνη, σαν αντιστάθμισμα όμως, του δίνουν περισσότερη κατανόηση των προβλημάτων της παιδικής ηλικίας και συνεπώς πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να βοηθήσει τα παιδιά που του έχουν εμπιστευτεί οι γονείς. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι μια μεμονωμένη εκδήλωση συμπεριφοράς, θα την καταλάβουμε μόνον όταν την ερευνήσουμε σε συσχέτιση με ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Sigmund Freud, Η τεχνική της ψυχανάλυσης, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1985. Sigmund Freud, Νέα σειρά των παραδόσεων, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1977.
Sigmund Freud, Πρακτική ψυχανάλυση, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1975. 4. Anna Freud, Παιδαγωγική ψυχανάλυση, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1991.
Alfred Adler, Η αγωγή του παιδιού, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1978.
Karl Gustav Young, Αναλυτική Ψυχολογία και Αναλυτική του παιδιού, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Αθήνα 1991.