Δύο είναι οι κύριες κατηγορίες των ενστίκτων του ανθρώπου, σύμφωνα με την τελευταία ταξινόμηση που έκανε ο S. Freud στη θεωρία του περί ενστίκτων και ορμών, τα ένστικτα της ζωής και τα ένστικτα του θανάτου. Η θεωρία αυτή του S. Freud, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, συμπίπτει με τη θεωρία του Έλληνα φιλοσόφου Εμπεδοκλή. Κατά τον Εμπεδοκλή υπάρχουν δύο κατηγορίες ενστίκτων, η Φιλία (έρως) και το Νείκος (μίσος), δηλαδή ένστικτα αγάπης και έρωτα και ένστικτα δυσαρέσκειας, μίσους και καταστροφής. Ο Freud σε μία προγενέστερη ταξινόμηση, τα ένστικτα της ζωής τα είχε ονομάσει «σεξουαλικά ένστικτα» και τα ένστικτα του θανάτου τα είχε ονομάσει «ένστικτα της καταστροφής» ή «΄Ενστικτα του Εγώ».
Είναι γεγονός ότι ο Freud ασχολήθηκε περισσότερο με τα σεξουαλικά ένστικτα και ολιγότερα με τα υπόλοιπα ένστικτα του Εγώ και γι΄ αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς σύγχρονούς του επιστήμονες, αλλά και από νεότερους.
Αυτό δεν είναι περίεργο, αφού και σήμερα τα ταμπού γύρω από τον έρωτα και το σεξ βασανίζουν την κοινωνία μας. Εκείνο όμως το οποίο δεν γνωρίζει η κοινωνία, αλλά και πολλοί δήθεν ειδικοί, είναι ότι ο Freud ασχολήθηκε κυρίως με τα σεξουαλικά ένστικτα, διότι αυτά λόγω ορισμένων ιδιοτήτων τους προσφέρονται πολύ περισσότερο για έρευνα, παρά η άλλη ομάδα των ενστίκτων του Εγώ.
Τα σεξουαλικά ένστικτα προσφέρονται ευκολότερα για μελέτη και έρευνα, διότι εκδηλώνονται κυρίως σε διάφορες περιοχές του σώματος, οι οποίες ονομάζονται ερωτογενείς ζώνες ή ερωτογενείς περιοχές, π.χ. στο βρέφος το στόμα είναι μία ερωτογενής ζώνη, η σπουδαιότερη, η οποία εξυπηρετεί τη βιολογική ανάγκη της διατροφής, της συντήρησης και ανάπτυξης του οργανισμού, ενώ στο ενήλικα η κυρίως ερωτογενής ζώνη είναι τα γεννητικά όργανα, με τα οποία εξυπηρετείται η βιολογική ανάγκη της αναπαραγωγής και της διαιώνισης του είδους.
Τα ένστικτα του Εγώ, είναι δυσπρόσιτα στην μελέτη και την έρευνα, καθότι η επεξεργασία και οι εκδηλώσεις των γίνονται μέσω εγκεφαλικών ψυχοδιανοητικών διεργασιών.
Εις το βιβλίο του με τίτλο «Πέραν της αρχής της ηδονής», γράφει σχετικά ο S. Freud :
«Πρέπει επίσης να προσέξουμε ότι οι ορμές της ζωής (δηλαδή οι σεξουαλικές ορμές) έχουν να κάνουν πολύ περισσότερο με την εσωτερική μας αντίληψη, καθώς εμφανίζονται ως ταραξίες και επιφέρουν συνεχώς εντάσεις, που η εξουδετέρωσή τους προκαλεί την αίσθηση της ηδονής, ενώ φαίνεται ότι οι ορμές του θανάτου εξακολουθούν να εργάζονται αθόρυβα. Η αρχή της ηδονής φαίνεται ότι βρίσκεται ακριβώς στην υπηρεσία των ορμών του θανάτου. πάντως επιτηρεί και τα εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία και τα δύο είδη ορμών θεωρούν ως κινδύνους, ιδιαίτερα όμως επιτηρεί τις αυξήσεις των εσωτερικών ερεθισμάτων που επιφέρουν δυσχέρειες στο καθήκον της ζωής. Με αυτά συνδέονται αμέτρητα άλλα ερωτήματα, στα οποία τώρα δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε. Πρέπει να έχουμε υπομονή και να περιμένουμε άλλα μέσα και άλλες αφορμές για έρευνα.»
΄Ετσι λοιπόν κατά την μελέτη των διαφόρων ψυχολογικών προβλημάτων, τα συσχετίζουμε περισσότερο με τα σεξουαλικά φαινόμενα και μέσω αυτών προσπαθούμε να προσπελάσουμε και να επιδράσουμε στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού του ανθρώπου. Είναι κοινό μυστικό ότι οι πάσης φύσεως ψυχολογικές διαταραχές, είτε σοβαρές είτε ελαφρές, συνοδεύονται από μικρές ή μεγάλες διαταραχές της σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Ψυχική υγεία λοιπόν και σεξουαλικότητα, είναι δύο εκφράσεις της ζωής μας πάρα πολύ στενά συνδεδεμένες. Ο φυσιολογικός άνθρωπος θεωρείται ψυχολογικά υγιής, όταν αυτές οι δύο εκφράσεις ευρίσκονται σε αρμονική ισορροπία. Η κοινωνία γενικά και η θρησκεία ειδικότερα, έχουν συνδέσει τη σεξουαλική πράξη με τη λειτουργία και την ικανότητα της αναπαραγωγής και επομένως η απώλεια αυτής της ικανότητας στην εμμηνοπαυσιακή γυναίκα, της δημιουργεί το συναίσθημα ότι η σεξουαλική της ικανότητα έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Αυτό το συναίσθημα επιτείνεται και από την φυσιολογική ελάττωση της σεξουαλικής επιθυμίας λόγω της ελάττωσης των οιστρογόνων ορμονών.
Το γεγονός ότι η σεξουαλική επιθυμία δεν ικανοποιείται και συνεπώς η σεξουαλική ενέργεια – ορμή δεν εκτονώνεται, δημιουργεί παλινδρομήσεις σε προγενετήσιες φάσεις της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα η γυναίκα να εμφανίζει διάφορες διαταραχές του χαρακτήρα, οι οποίες περιέχονται μέσα στη γενική κατηγορία των ψυχολογικών διαταραχών της εμμηνόπαυσης.
Η γυναίκα γίνεται αγχώδης, καταθλιπτική, ευερέθιστη, εμφανίζει έλλειψη υπομονής, δεν έχει ανεκτικότητα, γίνεται επίμονη, ιδιότροπη, επιθετική, πολλές φορές παράλογη, δημιουργεί φασαρίες με το οικογενειακό της περιβάλλον, εμφανίζει χαμηλή αυτοεκτίμηση και γενικά είναι δυστυχισμένη.
Η σπουδαιότερη ίσως αιτία αυτών των τραγικών ψυχολογικών καταστάσεων, είναι η σεξουαλική ματαίωση, δηλαδή η μη ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου.
Η ψυχολογική κατάρρευση ακολουθείται από σωματικές παθήσεις, π.χ. παχυσαρκία και χάνεται πλέον η χαρά της ζωής.
Τα ένστικτα γενικά, όταν δεν ικανοποιούνται, είτε απωθούνται στο ασυνείδητο, οπότε δημιουργούν νευρώσεις, είτε καταπιέζονται συνειδητά, οπότε δημιουργούν διάφορες ανεπιθύμητες συμπεριφορές, είτε μετουσιώνονται στην καλύτερη περίπτωση.
Μετουσίωση καλείται το ψυχικό φαινόμενο κατά το οποίο, όταν μία σεξουαλική παρόρμηση – επιθυμία, για διάφορους λόγους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, μετατρέπεται σε κάποια λειτουργία υψηλότερης ηθικής αξίας. Π.χ. κάποιος ή κάποια που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές επιθυμίες, παύει να ασχολείται με αυτές και ασχολείται με φιλανθρωπίες, ταξίδια, με διάβασμα, με την εργασία, με την οικογένεια κ.λ.π.
Αυτή όμως η μετατροπή της σεξουαλικής επιθυμίας, δηλαδή η μετουσίωση, σπανίως είναι ικανοποιητική και επομένως το άτομο δεν μπορεί να απαλλαγεί εντελώς από τα ψυχολογικά του προβλήματα.
Είναι γεγονός ότι με την πάροδο της ηλικίας η σεξουαλική λειτουργία εμφανίζει διάφορες μεταβολές οι οποίες οφείλονται σε διάφορους παράγοντες βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς.
Παρ’ όλες αυτές τις μεταβολές είναι υγιές και τα δύο φύλα να συνεχίζουν την σεξουαλική τους δραστηριότητα αρκεί να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις μεταβολές που συμβαίνουν με την πάροδο του χρόνου.
Η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών μειώνεται. Η ικανότητα του άνδρα να αποκτά στύση μειώνεται, αλλά περισσότερο μειώνεται η ικανότητα για εκσπερμάτωση χωρίς αυτό να εξαρτάται από την συναισθηματική ποιότητα της σχέσης.
Η σεξουαλική συμπεριφορά εξαρτάται και από το κοινωνικό status, τη μόρφωση και γενικά την κουλτούρα του ατόμου.
Επίσης διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες επιδρούν πάνω στην σεξουαλικότητα οι οποίοι εξαρτώνται από τις συναισθηματικές ανάγκες του ατόμου και τη σημασία που δίνει στη σεξουαλικότητα και το σεξ και είναι απόρροια της ομαλής διαδοχής των ψυχοσεξουαλικών φάσεων της παιδικής ηλικίας μέχρι την ενηλικίωση.
Από την διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστές οι μελέτες του Kinsey AC, Masters WH, Johnson VE, PFEIFFER γύρω από την σεξουαλικότητα.
Π.χ. ο Kinsey και οι συνεργάτες του αναφέρουν ότι η μείωση των σεξουαλικών επαφών ενός ζευγαριού δεν αποδεικνύει ότι οφείλεται στην ηλικία της γυναίκας, αλλά αντιθέτως οφείλεται στην απώλεια του ενδιαφέροντος ή της ικανότητας του άνδρα.
Οι Masters και Johnson στο βιβλίο Human Sexual Response αφιερώνουν ένα ολόκληρο κεφάλαιο από 24 σελίδες με τίτλο «The Aging Female» δηλαδή «Η Γυναίκα που γερνάει». Καταλήγουν ως εξής:
«Παρατηρείται συχνά μια σημαντικά αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα στη γυναίκα της μέσης ηλικίας. Συχνά είναι η εποχή για να αναζητήσουν νέους σεξουαλικούς συντρόφους. Δεν υπάρχει όριον ηλικίας για τη γυναικεία σεξουαλικότητα».
Ο PFEIFFER και οι συνεργάτες του αναφέρει στην εργασία του «Sexual Behavior in Middle Life» δηλαδή «Η σεξουαλική συμπεριφορά στην μέση ηλικία» ότι είναι χωρίς αμφιβολία αληθές ότι η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών ήταν μικρότερη στις γυναίκες παρά στους άνδρες όλων των κατηγοριών κατά ηλικία.
Οι γυναίκες όμως απέδωσαν τη διακοπή των σεξουαλικών τους επαφών στη αδιαφορία των ανδρών.
Ενώ οι άνδρες παραδέχθηκαν ότι αυτοί είναι υπεύθυνοι για τη διακοπή.
Οι γυναίκες λόγω του παθητικού τους κοινωνικού ρόλου έναντι των ανδρών, στερούνται της δυνατότητας και της επιθετικότητας να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των σεξουαλικών επιθυμιών τους.
Έτσι παραιτούνται από την σεξουαλική δραστηριότητα και ζουν ήσυχα μέσα στην απελπισία τους, αν και αρκετά συχνά επαναστατούν.
Είναι ειρωνεία της τύχης και ένα ανατομικοφυσιολογικό παράδοξο ότι η πατριαρχική κοινωνία μας υιοθέτησε τη συνήθεια οι άνδρες να παντρεύονται νεότερες γυναίκες. Έτσι πολλές γυναίκες οι οποίες ευρίσκονται στην ηλικία της εμμηνόπαυσης απαλλαγμένες από τον φόβο της εγκυμοσύνης έχουν μεγαλύτερη επιθυμία για έρωτα από πριν, ενώ οι άνδρες τους, οι οποίοι είναι πέντε ή δέκα χρόνια μεγαλύτεροι εμφανίζουν σχετική ανικανότητα και δεν μπορούν να τις ικανοποιήσουν.
Επίσης ο PFEIFFER προτείνει να γίνει μια μελέτη σε άτομα μέσης ηλικίας όσον αφορά τη διανοητική τους κατάσταση και να γίνει σύγκριση μεταξύ αυτών τα οποία έχουν ικανοποιητική σεξουαλική ζωή και αυτών τα οποία δεν έχουν.
Μία αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να στοχεύει στην αποκατάσταση της ορμονικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής διαταραχής. Η ορμονική υποκατάσταση, όταν μπορεί να γίνει, υποστηρίζει ικανοποιητικά και την σεξουαλική επιθυμία και την ικανότητα της σεξουαλικής ικανοποίησης και επομένως έχει προληπτική δράση για πολλές από τις κοινές ψυχολογικές διαταραχές.
Η εμμηνοπαυσιακή γυναίκα έχει δικαίωμα στον έρωτα και στο σεξ. Εάν αυτά τα στερηθεί γερνάει πρόωρα και ψυχικά και σωματικά.
Είναι καιρός να παύσει η υποκρισία γύρω από το θέμα του σεξ, το οποίον ακόμη και σήμερα θεωρείται ταμπού από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Πρέπει να γίνει συνείδηση από όλους ότι σεξ και ψυχολογική ισορροπία είναι δύο θέματα στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Βεβαίως πολλές φορές η εμμηνοπαυσιακή γυναίκα χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή και ψυχολογική υποστήριξη.
Η γυναίκα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η εμμηνόπαυση είναι απλώς μία ηλικιακή περίοδος της ζωής της, ότι η ζωή συνεχίζεται και ότι πρέπει να την απολαμβάνει όπως και πριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου