Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Ενσυναίσθηση είναι η επίγνωση ων συναισθημάτων, των αναγκών και των ανησυχιών των άλλων.
Η ενσυναίσθηση αντιπροσωπεύει τη θεμελιώδη δεξιότητα για όλες τις κοινωνικές ικανότητες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
Κατανόηση των άλλων: Το να νιώθει κανείς τα συναισθήματα και την άποψη των άλλων και να δείχνει ενεργό ενδιαφέρον για τις ανησυχίες τους.
Προσανατολισμός στην παροχή υπηρεσιών: Πρόβλεψη, αναγνώριση των αναγκών των άλλων και ικανοποίησή τους.
Ενίσχυση της ανάπτυξης των άλλων: Αίσθηση του τι έχουν οι άλλοι ανάγκη για να αναπτυχθούν και ενίσχυση των δυνατοτήτων τους.
Σωστός χειρισμός της διαφορετικότητας: Δημιουργία και καλλιέργεια ευκαιριών σε διαφορετικά είδη ανθρώπων.
Χειρισμός ομάδων: Αναγνώριση των συναισθηματικών τάσεων μιας ομάδας και ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που την αποτελούν.
Όπως παρατήρησε ο Φρόϊντ, ο πατέρας της ψυχανάλυσης: «Οι θνητοί δεν μπορούν να κρατήσουν κανένα μυστικό. Ακόμη και όταν τα χείλη τους μένουν σιωπηλά, φλυαρούν με τις άκρες των δακτύλων τους, η προδοσία ξεχειλίζει μέσα από κάθε πόρο τους».
π.χ. Οι νευρικές κινήσεις μιας διαπραγματεύτριας έρχονται σε αντίθεση με το ανέκφραστο πρόσωπό της.
Η προσποιητή αδιαφορία ενός πελάτη που κάνει παζάρια σε μια έκθεση αυτοκινήτων, έρχεται σε αντίθεση με τον ενθουσιώδη τρόπο με τον οποίον κινείται προς το μοντέλο της αρεσκείας του.
Το να μπορεί κανείς να εντοπίσει συναισθηματικές ενδείξεις, είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι έχουν λόγο να αποκρύψουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, κάτι που είναι πολύ συνηθισμένο στις καθημερινές επαφές των ανθρώπων.
Η αίσθηση αυτού που νιώθουν οι άλλοι χωρίς να το λένε, αποτελεί την ουσία της ενσυναίσθησης. Οι άλλοι σπάνια μας λένε με λόγια αυτό που αισθάνονται, αντίθετα μας το λένε με τον τόνο της φωνής τους, την έκφραση του προσώπου τους, ή άλλους μη λεκτικούς τρόπους. Η ικανότητα να νιώθει κανείς αυτά τα αδιόρατα σήματα στην επικοινωνία, θεμελιώνεται πάνω σε πιο βασικές ικανότητες, ιδιαίτερα στην αυτοεπίγνωση, δηλαδή το «γνώθι εαυτόν» και τον αυτοέλεγχο. Εάν δεν έχουμε την ικανότητα να νιώσουμε τα δικά μας συναισθήματα ή να τα εμποδίσουμε να μας κατακλύσουν, δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε οποιαδήποτε επαφή με τις διαθέσεις των άλλων.
Η ενσυναίσθηση είναι το κοινωνικό μας ραντάρ. Οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτού του είδους την ευαισθησία είναι κοινωνικά αδέξιοι. Η αδεξιότητα αυτή εκδηλώνεται είτε με την παρανόηση των συναισθημάτων, είτε μέσω μιας μηχανικής ασυντόνιστης ουδετερότητας ή αδιαφορία που καταστρέφει τη σχέση. Μια μορφή που μπορεί να πάρει αυτή η έλλειψη ενσυναισθησίας είναι μια τυπική, ψυχρή αντίδραση απέναντι στους άλλους σαν να επρόκειτο για κάτι στερεότυπο, αντί για το μοναδικό άτομο που είναι ο καθένας.
Με όρους της κλασσικής ψυχολογίας λέμε ότι ο άνθρωπος που δεν έχει ενσυναίσθηση δεν έχει καλή συναισθηματική επαφή με τους άλλους ανθρώπους.
Εν κατακλείδι, η ενσυναίσθηση απαιτεί από το άτομο να είναι ικανό να διαβάζει τα συναισθήματα των άλλων, σε ανώτερο επίπεδο, σημαίνει να μπορεί κανείς να αισθάνεται και να αντιδρά στις εκφρασμένες ανησυχίες ή τα συναισθήματα ενός ατόμου. Στα πολύ υψηλά επίπεδα ενσυναίσθηση σημαίνει κατανόηση των προβληματισμών και των ανησυχιών που κρύβονται πίσω από τα συναισθήματα του άλλου.
Το κλειδί για τη συνειδητοποίηση του συναισθηματικού πεδίου στο οποίο κινούνται οι άλλοι, είναι η εξειδίκευση με το δικό μας πεδίο συναισθημάτων.
Οι σύντροφοι που διαθέτουν ενσυναίσθηση, κάνουν κάτι τελείως ασυνήθιστο από σωματική άποψη: το σώμα τους μιμείται το σώμα του συντρόφου τους όταν μπαίνουν ενσυναισθηματικά στη θέση του. Αν ο καρδιακός ρυθμός του ενός συντρόφου επιταχύνεται ή επιβραδύνεται, το ίδιο ισχύει και για τον καρδιακό ρυθμό του άλλου.
Αυτό που υποστηρίζει ο Δαρβίνος ήταν ότι η συγκεκριμένες δύο ικανότητες δηλαδή το να εκφράζουμε και να διαβάζουμε συναισθήματα, έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ανθρώπινη εξέλιξη, στην δημιουργία αλλά και στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης τα αρνητικά συναισθήματα, όπως είναι ο φόβος και ο θυμός, είχαν σαφώς τεράστια σημασία για την επιβίωση, κάνοντας ένα ζώο που αντιμετωπίζει μια απειλή να πολεμήσει ή να το βάλει στα πόδια. Κατά μια έννοια αυτή την τάση την έχουμε ακόμη και σήμερα. Διαβάζουμε τα συναισθήματα του άλλου και ανταποκρινόμαστε πιο έντονα σε εκείνον που έχει επίσης άσχημη διάθεση, απ’ ότι σε κάποιον με καλή διάθεση.
Προϋπόθεση για την ενσυναίσθηση είναι η αυτοεπίγνωση, το να αναγνωρίζει δηλαδή κανείς αυτά τα ενστικτώδη σήματα των συναισθημάτων στο ίδιο του το σώμα.
Η ομαλότητα σε οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυθόρμητη προσέλκυση. Όταν δύο άνθρωποι αρχίζουν να μιλούν μεταξύ τους, είναι σαν να ξεκινούν αυτόματα έναν αμυδρό, αρμονικό χορό, συγχρονίζοντας τις κινήσεις και τις στάσεις τους, τον τόνο της φωνής τους, αυτά που λένε, ακόμα και η διάρκεια των παύσεων που μεσολαβούν από τη στιγμή που μιλά ο ένας μέχρι να αντιδράσει ο άλλος.
Αυτή η αμοιβαία μίμηση είναι πέρα από τη συνειδητή επίγνωση και φαίνεται να ελέγχεται από τα πιο πρωτόγονα τμήματα του εγκεφάλου.
Οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί ενεργοποιούνται με αστραπιαία ταχύτητα σε 1/50 περίπου του δευτερολέπτου. Όταν δεν υπάρχει αυτός ο αυτόματος συντονισμός, δεν αισθανόμαστε ιδιαίτερα άνετα.
Μια από τις βασικές πτυχές του αμοιβαίου συντονισμού είναι η έκφραση του προσώπου. Όταν βλέπουμε ένα χαρούμενο ή ένα θυμωμένο πρόσωπο, ανάλογο συναίσθημα γεννιέται και σε εμάς, αν και σε πιο ήπια μορφή.
Ανάλογα με το πόσο υιοθετούμε το ρυθμό, τη στάση του σώματος και την έκφραση του προσώπου του άλλου, αρχίζουμε να μπαίνουμε στο δικό του συναισθηματικό χώρο και καθώς το σώμα μας μιμείται το σώμα του άλλου, αρχίζουμε να βιώνουμε το συναισθηματικό συντονισμό.
Οι ρίζες της ενσυναίσθησης μπορούν να εντοπιστούν ήδη από την νηπιακή ηλικία. Ακόμα και λίγους μήνες μετά την γέννηση, τα βρέφη αντιδρούν σε μια ενόχληση που υφίστανται τα άτομα του περιβάλλοντός τους, σαν να αφορά τα ίδια και κλαίνε βλέποντας τα δάκρυα και το κλάμα κάποιου άλλου παιδιού.
Ο Ντάνιελ Στέρν, Ψυχίατρος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κορνέλ στις ΗΠΑ, πιστεύει ότι τα βασικότερα μαθήματα συναισθηματικής ζωής βασίζονται στις πρώιμες συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών.
Από αυτές τις σχέσεις οι πιο κρίσιμες είναι όσες αφήνουν το παιδί να καταλάβει ότι τα συναισθήματά του αντιμετωπίζονται με ενσυναίσθηση, ότι γίνονται αποδεκτά και ανταποδίδονται σε μια διαδικασία που ο Στέρν αποκαλεί εναρμόνιση. Ο Στέρν ισχυρίζεται ότι οι αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες στιγμές εναρμόνισης και αποσυντονισμού μεταξύ γονιού και παιδιού, διαμορφώνουν τις συναισθηματικές προσδοκίες που μεταφέρουν οι ενήλικες στις πολύ προσωπικές τους σχέσεις.
Η εναρμόνιση συμβαίνει σιωπηλά, ως ένα μέρος του ρυθμού της σχέσης. Μέσα από την εναρμόνιση οι μητέρες δίνουν στα παιδιά τους να καταλάβουν ότι εκείνες έχουν συναίσθηση του τι νιώθει το παιδί.
Για παράδειγμα, ένα μωρό τσιρίζει από χαρά και η μητέρα επιβεβαιώνει αυτή την αγαλλίαση είτε κουνώντας το ελαφρά, είτε γουργουρίζοντας, είτε ταιριάζοντας τη φωνή της με το τσίριγμα του μωρού. Σε μια τέτοια αλληλεπίδραση, το μήνυμα της επιβεβαίωσης είναι ότι η μητέρα συμμερίζεται το επίπεδο διέγερσης του παιδιού.
Τέτοιες μικροεναρμονίσεις δίνουν στο παιδί την καθησυχαστική αίσθηση ότι βρίσκεται σε συναισθηματική επαφή.
Η εναρμόνιση είναι πολύ διαφορετική από την απλή μίμηση. «Όταν μιμείσαι ένα μωρό» γράφει ο Στέρν, «αυτό δείχνει μόνο ότι γνωρίζεις τι έκανε, όχι πως ένιωσε. Για να του δώσεις να καταλάβει ότι νιώθει, πρέπει να επαναλάβεις από την αρχή τα εσώτερα συναισθήματά του με άλλο τρόπο. Τότε το παιδί θα νιώσει ότι το κατάλαβες».
Η ερωτική πράξη είναι ίσως η πράξη στη ζωή των ενηλίκων που μοιάζει περισσότερο μ’ αυτή τη βαθιά εναρμόνιση μητέρας παιδιού.
«Το να κάνεις έρωτα», γράφει ο Στέρν, «περικλείει την εμπειρία της αίσθησης του πως νιώθει υποκειμενικά ο άλλος». Πρόκειται για την επιθυμία που μοιράζεται, τις προθέσεις που ταυτίζονται, τις αμοιβαίες στιγμές συγχρονικής διέγερσης, όπου οι εραστές αντιδρούν ο ένας προς τον άλλον με έναν συγχρονισμό που αντανακλά τη σιωπηλή αίσθηση της βαθιάς σχέσης ανάμεσά τους. Το να κάνεις έρωτα είναι στη καλύτερη περίπτωση μια πράξη αμοιβαίας ενσυναίσθησης.
Η παρατεταμένη παρουσία εναρμόνισης μεταξύ γονιού και παιδιού έχει για το παιδί ένα τρομερό συναισθηματικό τίμημα. Όταν ένας γονιός αποτυγχάνει να εκδηλώσει οποιαδήποτε ενσυναίσθηση σε ένα συγκεκριμένο φάσμα συναισθημάτων του παιδιού, όπως χαρά, κλάμα, ανάγκη για αγκαλιά, τότε το παιδί αρχίζει να αποφεύγει να εκφράζει και ίσως ακόμα και να νιώθει αυτά τα συναισθήματα. Με τον τρόπο αυτό, είναι πιθανό ολόκληρα φάσματα συναισθημάτων να αρχίσουν να εξαλείφονται από το ρεπερτόριο των πολύ προσωπικών σχέσεων στην μετέπειτα ενήλικη ζωή, ιδιαίτερα αν στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας αυτά τα συναισθήματα εξακολουθούσαν να αποθαρρύνονται είτε με έμμεσο, είτε με έκδηλο τρόπο.
Η έλλειψη ενσυναίσθησης και εναρμόνισης στην παιδική ηλικία, ενοχοποιείται για διάφορες ψυχολογικές διαταραχές ή ψυχιατρικές παθήσεις στην μετέπειτα ηλικία.
Στην εργασία η ενσυναίσθηση είναι απαραίτητη, εάν δεν διαθέτουμε αυτό το κοινωνικό ραντάρ, είμαστε ευάλωτοι, γιατί στερούμαστε αυτό το σύστημα της συναισθηματικής καθοδήγησης που μας βοηθά να τα βγάλουμε πέρα.
Σε περίπτωση που είναι σημαντική η δεξιοτεχνική ανάγνωση των συναισθημάτων ενός ατόμου, από τον χώρο των πωλήσεων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε οργανισμούς μέχρι την ψυχοθεραπεία και την ιατρική, καθώς και στην ηγεσία κάθε είδους, η ενσυναίσθηση είναι ζωτικής σημασίας για την υπεροχή.
Η ιατρική είναι ένας χώρος ο οποίος αντιλαμβάνεται άμεσα τα ωφέλει της ενσυναίσθησης.
Γιατροί που μπορούν να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των ασθενών τους έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη δουλειά τους απ’ ό,τι οι λιγότερο ευαίσθητοι συνάδελφοί τους.
Η ενσυναίσθηση μπήκε και σε εταιρείες έρευνας και ανάπτυξης. Οι ερευνητές σε αυτές, παρακολουθούν τους πελάτες να χρησιμοποιούν τα προϊόντας μιας εταιρείας στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας. Αυτό το κρυφοκοίταγμα στον κόσμο του πελάτη προσφέρει μια πληρέστερη κατανόηση από εκείνη που θα μπορούσε να αποκτηθεί μέσω των κλασσικών μεθόδων. Αυτή η εγγύτατη διερεύνηση της ζωής ενός πελάτη, σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα μιας εταιρείας απέναντι στην αλλαγή, είναι ένας αποτελεσματικός συνδυασμός. Η ικανότητα να διαβάζει κανείς σωστά τις ανάγκες των πελατών είναι κάτι που από τη φύση τους διαθέτουν οι καλύτεροι διευθυντές ομάδων ανάπτυξης προϊόντων. Το να μπορεί κανείς να διαβάσει τι θέλει η αγορά σημαίνει ενσυναίσθηση σε σχέση με τους πελάτες, οπότε στη συνέχεια να μπορεί να αναπτύξει το προϊόν που ταιριάζει στις ανάγκες τους. Ένας διευθυντής μιας μεγάλης εταιρείας, της Ford Motor των ΗΠΑ λέγει: «Οι πελάτες αισθάνονται τις ξεχωριστές ιδιότητες σε ένα προϊόν. Επομένως, αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να συντονιστούμε με τα συναισθήματα των πελατών μας. Για να το κάνουμε αυτό έπρεπε να διαθέτουμε ενσυναίσθηση. Είπα στους διευθυντές σχεδιασμού: «Ξεχάστε τα δεδομένα που είχατε από την έρευνα αγοράς. Βγείτε και μιλήστε με τους ανθρώπους για τους οποίους ετοιμάζουμε το προϊόν. Ακούστε, νιώστε, κατανοήστε. Κοιτάξτε τους στα μάτια, νιώστε βαθιά μέσα σας αυτό που επιθυμούν».
Ένας άλλος διευθυντής πωλήσεων είπε: «Όταν θέλεις απεγνωσμένα να κάνεις μια πώληση, δεν είσαι σε θέση να ακούσεις. Στις πωλήσεις όταν κάποιος εκφράζει αντιρρήσεις είναι να μπορείς να πεις: «Έχεις απόλυτο δίκιο, αυτό θα πρέπει να το σκεφτούμε. Τα αποτελέσματα είναι πολύ καλύτερα όταν μπορείς να ακούσεις τον άλλον και να δείξεις κατανόηση για την άποψή του».
Η σωστή ακρόαση είναι σημαντική για την επιτυχία στο χώρο της εργασίας.
Εκείνοι που δεν μπορούν να ακούσουν ή που απλώς δεν το κάνουν, δείχνουν αδιάφοροι, κάτι που με τη σειρά του κάνει τους άλλους να εκδηλώνουν μικρότερη διάθεση επικοινωνίας. Η ακρόαση είναι μια τέχνη. Το πρώτο βήμα είναι να δίνει κανείς την αίσθηση ότι κατ’ αρχήν είναι ανοιχτός να ακούσει. Διευθυντές που ακολουθούν την πολιτική της «ανοιχτής πόρτας», που δείχνουν ότι μπορεί να τους προσεγγίσεις ή ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα για να ακούσουν τι έχουν να τους πουν οι άλλοι, διαθέτουν αυτήν ακριβώς την ικανότητα. Και τα άτομα τα οποία δείχνουν ότι είναι εύκολο να τους μιλήσει κανείς είναι εκείνα που ακούν περισσότερο.
Στους κύκλους των πωλήσεων κάποιοι αντιμετωπίζουν την ενσυναίσθηση με πολύ στενόμυαλο τρόπο, υποστηρίζοντας ότι αν μπει κανείς στη θέση του πελάτη, αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις πωλήσεις προϊόντων ή υπηρεσιών που οι πελάτες δεν θέλουν ή δεν χρειάζονται πραγματικά. Αυτό βεβαίως, σημαίνει μια κάπως κυνική ή απλοϊκή αντίληψη για το πιο είναι το καθήκον ενός πωλητή, που με τον τρόπο αυτό γίνεται αντιληπτό μόνο μέσα από την ανάγκη να επιτευχθεί η πώληση και όχι ως δημιουργία ή βελτίωση της σχέσης με τον πελάτη. Μια πιο εμπνευσμένη άποψη περί πωλήσεων, ωστόσο, θεωρεί ότι καθήκον του πωλητή είναι να μπορεί να ακούσει καλά και να κατανοήσει τι χρειάζεται ο πελάτης, βρίσκοντας στη συνέχεια τον τρόπο για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.
Το παλαιό στερεότυπο ότι οι πωλήσεις γίνονται από τον πλέον γλυκομίλητο εξωστρεφή πωλητή, ο οποίος μιλάει συνέχεια χωρίς να είναι καλός ακροατής, δεν επιβεβαιώθηκε από έρευνες που έγιναν στις ΗΠΑ. Δεν θεωρήθηκε αρκετό να είναι κανείς εξωστρεφής κα να μιλά γρήγορα. Οι αγοραστές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ήταν υπέρ των αντιπροσώπων που έδειχναν περισσότερη ενσυναίσθηση και ενδιαφέρον για τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην περίπτωση που η ενσυναίσθηση συνοδευόταν και από την αίσθηση ότι μπορούσαν να έχουν εμπιστοσύνη στον αντιπρόσωπο των πωλήσεων.
Δεν είναι αρκετό να έχουμε ενσυναίσθηση, δηλαδή να καταλαβαίνουμε τα αισθήματα των άλλων. Πρέπει να νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι που δείχνουν να μη διαθέτουν ενσυναίσθηση στην ουσία το κάνουν μάλλον ηθελημένα, ίσως αποφεύγουν να νοιαστούν, προκειμένου να διατηρήσουν κάποια απόσταση και να αντισταθούν στην ανάγκη να εμπλακούν σε κάποια σχέση την οποίαν για κάποιο λόγο δεν επιθυμούν.
π.χ. Οι δικηγόροι διακρίνονται για την καλά μελετημένη αδιαφορία που δείχνουν απέναντι στα προβλήματα της άλλης πλευράς κατά τη διαδικασία της αντιδικίας.
Υπάρχει μια κατάσταση η οποία λέγεται, «θλίψη της ενσυναίσθησης», όπου ένας άνθρωπος αισθάνεται να συμπάσχει με την αγωνία κάποιου άλλου.
Παράδειγμα: Η Μαρία υπήρξε νοσηλεύτρια σε ένα παιδιατρικό νοσοκομείο, αλλά τώρα ζητούσε να μετατεθεί σε άλλο νοσοκομείο, όχι παιδιατρικό. Γιατί; Είπε τα εξής:
«Απλώς δεν μπορώ να φροντίσω ακόμα ένα παιδάκι που πρόκειται να πεθάνει από καρκίνο. Δεν αντέχω άλλο»
Η νοσηλεύτρια αυτή αντί να συμβάλλει στην ανακούφιση του πόνου και της αγωνίας των παιδιών, είχε γίνει ένα με αυτές τις καταστάσεις, είχε πλήρως ταυτιστεί και επομένως δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται όταν κάποιος με υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης εκτίθεται στις αρνητικές διαθέσεις κάποιου άλλο και δεν έχει τις απαραίτητες δεξιότητες αυτορύθμισης για να κατευνάσει τη δυσφορία που του προκαλεί η ταύτιση με τον άλλον.
Μια άλλη δεξιότητα που πρέπει να καλλιεργήσουμε και έχει προϋπόθεση την ενσυναίσθηση είναι το να νιώθουμε ανάγκες των άλλων και να τους βοηθάμε να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Η ουσία της προγύμνασης και της ανάπτυξης των άλλων είναι η συμβουλευτική. Η αποτελεσματικότητα της συμβουλευτικής διαδικασίας καθορίζεται από την ενσυναίσθηση και την ικανότητα να εστιαζόμαστε στα συναισθήματά μας και να τα μοιραζόμαστε με τους άλλους.
Η καλή καθοδήγηση και προγύμναση των ανθρώπων, τους βοηθάει να αποδίδουν καλύτερα τις διάφορες δραστηριότητές τους.
Οι καλοί προγυμναστές δείχνουν ειλικρινές προσωπικό ενδιαφέρον για εκείνους που καθοδηγούν, καθώς και ενσυναίσθηση και κατανόηση. Η εμπιστοσύνη επίσης είναι σημαντικό θέμα. Όταν ο καθοδηγούμενος δεν νιώθει αρκετή εμπιστοσύνη για τον καθοδηγητή, οι συμβουλές πάνε χαμένες. Αυτό συμβαίνει επίσης όταν η καθοδήγηση είναι απρόσωπη και ψυχρή. Οι περιπτώσεις καθοδήγησης όπου εκφράζεται ενδιαφέρον, αξιοπιστία και ενσυναίσθηση είναι οι καλύτερες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου