Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΑΥΤΟΡΥΘΜΙΣΗ

ΑΥΤΟΡΥΘΜΙΣΗ

Αυτορύθμιση είναι το να μπορεί κανείς να διαχειρίζεται την εσωτερική του κατάσταση, τις παρορμήσεις του και τα προσωπικά του αποθέματα.
Η αυτορύθμιση δηλαδή ο χειρισμός των παρορμήσεων και των δυσάρεστων συναισθημάτων και η αντιμετώπιση των αντίξοων καταστάσεων αποτελούν τον πυρήνα πέντε συναισθηματικών ικανοτήτων.
Αυτοέλεγχος: Αποτελεσματικός χειρισμός διασπαστικών συναισθημάτων και παρορμήσεων.
Αξιοπιστία: Επίδειξη τιμιότητας και ακεραιτότητας.
Ευσυνειδησία: Αξιοπιστία και υπευθυνότητα στην εκπλήρωση υποχρεώσεων.
Προσαρμοστικότητα: Ευελιξία στο χειρισμό της αλλαγής και των προκλήσεων.
Καινοτομία: Το να είναι κανείς ανοιχτός σε πρωτοποριακές ιδέες, προσεγγίσεις και νέες πληροφορίες.
Παράδειγμα: Δύο συμφοιτητές του κολεγίου σε μια παρέα που έπαιζαν χαρτιά διαφώνησαν με μεγάλη ένταση και θυμό. Ο ένας ο Δημήτρης, άρχισε να ουρλιάζει, να βρίζει τον φίλο του κα να τον προκαλεί να παίξουν ξύλο. Ο άλλος ο Γιώργος ήταν ψύχραιμος, του είπε πολύ ήρεμα ότι θα έπρεπε να τελειώσουν το παιχνίδι πρώτα και μετά θα ήταν στη διάθεσή του. Ο Δημήτρης παρότι έβραζε από θυμό, συμφώνησε.
Μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι ο Δημήτρης είχε αρκετό χρόνο να σκεφτεί και να ηρεμήσει. Μετά το τέλος του παιχνιδιού εζήτησε συγνώμη για το ξέσπασμά του.
Ξανασυναντήθηκαν μετά 20 χρόνια σε μια συγκέντρωση παλαιών συμφοιτητών. Ο Γιώργος είχε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία ενώ ο Δημήτρης ήταν άνεργος και αγωνιζόταν να κόψει τα ναρκωτικά και το ποτό.
Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο δηλώνει ότι κερδίζει πολλά αυτός, ο οποίος είναι σε θέση να πει όχι σε μια παρόρμηση.
Το βασικό εγκεφαλικό κύκλωμα αποτελείται από νευρώνες στους προμετωπιαίους λοβούς, οι οποίοι αναχαιτίζουν τα μηνύματα τα οποία προέρχονται από τα συναισθηματικά κέντρα, κυρίως από την αμυγδαλή, σε στιγμές οργής και πρόκλησης. Για τον Γιώργο το κύκλωμα αυτό προφανώς λειτουργούσε καλά, ενώ για τον Δημήτρη δεν λειτουργούσε καλά.
Παράδειγμα: Μερικά παιδιά ηλικίας 4 ετών συμμετείχαν σε ένα πείραμα που έγινε από ειδικούς ερευνητές στο νηπιαγωγείο της Πανεπιστημιούπολης του Στάνφορντ.
Τα παιδιά έμπαιναν σε ένα δωμάτιο το ένα μετά το άλλο. Μπροστά τους σε ένα τραπέζι υπήρχε μια καραμέλα. Οι ερευνητές έλεγαν στα παιδιά: «Εάν θέλεις μπορείς να πάρεις τώρα αυτή την καραμέλα να τη φας, εάν όμως δεν την πάρεις μέχρι να κάνω μια δουλειά και να επιστρέψω θα σου δώσω δύο».
Περίπου μετά από 14 χρόνια όταν ήταν σε ηλικία 18 ετών, έγινε σύγκριση μεταξύ των παιδιών που έφαγαν αμέσως την καραμέλα και σε εκείνα που έκαναν υπομονή για να πάρουν τελικά δύο. Τα ανυπόμονα παιδιά, σε σύγκριση με εκείνα που περίμεναν είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταρρεύσουν υπό συνθήκες στρες, ήταν πιο ευερέθιστα και εμπλέκονταν συχνά σε καβγάδες. Ήταν επίσης λιγότερο ικανά να αντισταθούν σε πειρασμούς, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους.
Ένα πολύ σπουδαίο επίσης εύρημα ήταν ότι τα παιδιά που περίμεναν για την καραμέλα ήσαν καταφανώς ανώτερα στα τέστς ακαδημαϊκών επιδόσεων. Αυτό σημαίνει ότι η παρορμητικότητα μειώνει την ικανότητα μάθησης. Η εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι μηνύματα συναισθηματικά τα οποία προέρχονται από την αμυγδαλή, απασχολούν τους προμετωπιαίους λοβούς μέσω ειδικών κυκλωμάτων.
Όσο λοιπόν περισσότερο απορροφημένοι είμαστε από σκέψεις βασισμένες στο συναίσθημα, τόσο λιγότερο χώρο προσοχής διαθέτουμε στην εργαζόμενη μνήμη, η οποία εντοπίζεται στους προμετωπιαίους λοβούς.
Για ένα παιδί του σχολείου σημαίνει ότι δείχνει μειωμένη προσοχή στο δάσκαλο, στο βιβλίο και γενικά στη μελέτη. Αν αυτό συνεχίζεται για πολλά χρόνια το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη γνώσεων, κάτι που αποκάλυψε η χαμηλότερη βαθμολογία στα τεστς ακαδημαϊκών επιδόσεων. Το ίδιο ισχύει και για την εργασία: Το κόστος της παρορμητικότητας και της τάσης του ατόμου να παρασύρεται από αντιπερισπασμούς είναι η μειωμένη ικανότητα μάθησης ή προσαρμογης.
Όταν τα παιδιά της μελέτης στο Στάνφορντ ενηλικιώθηκαν και εντάχθηκαν στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές τονίστηκαν ακόμη περισσότερο. Γύρω στα 30 τους χρόνια, αυτοί που είχαν αντισταθεί στη καραμέλα στην παιδική τους ηλικία είχαν ακόμη περισσότερες νοητικές ικανότητες, ήταν πιο προσεκτικοί και με μεγαλύτερη δυνατότητα συγκέντρωσης. Ήταν καλύτερα σε θέση να αναπτύξουν ειλικρινείς και στενές σχέσεις, περισσότερο αξιόπιστοι και υπεύθυνοι και έδειχναν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο σε συνθήκες ματαίωσης κάποιας επιθυμίας τους.
Αντίθετα εκείνοι πουν άρπαξαν την καραμέλα στα 4 χρόνια τους ήταν λιγότερο ικανοί από γνωστική άποψη και σαφώς λιγότερο συναισθηματικά ικανοί από εκείνους που είχαν συγκρατηθεί. Έδειχναν πιο συχνά ατομιστικές τάσεις, ήταν λιγότερο αξιόπιστοι, η προσοχή τους μπορούσε να διασπασθεί πιο εύκολα και δεν ήταν σε θέση να παραμερίζουν την επιθυμία για ικανοποίηση όταν επεδίωκαν κάποιους στόχους. Όταν βρίσκονταν υπό συνθήκες στρες, επιδείκνυαν ελάχιστη αντοχή ή αυτοέλεγχο. Αντιδρούσαν στην πίεση με ελάχιστη ευελιξία, επαναλάμβαναν την ίδια μάταιη και ακραία αντίδραση συνεχώς.
Η ιστορία των παιδιών της καραμέλας αποτελεί υπέροχο παράδειγμα για το κόστος των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων. Όταν είμαστε κάτω από την επίδραση της παρόρμησης, της ταραχής και της συναισθηματικότητας, η ικανότητά μας να σκεφτούμε και να εργαστούμε πλήττεται σοβαρά.
Η συναισθηματική αυτορύθμιση δεν σημαίνει απλώς περιορισμό της στενοχώριας ή καταστολή των παρορμήσεων. Μπορεί να σημαίνει και την ηθελημένη πρόκληση ενός συναισθήματος, ακόμα και δυσάρεστου.
Μερικοί εφοριακοί ελεγκτές, ετοιμάζονται να κάνουν επίσκεψη για έλεγχο αφού πρώτα ωθήσουν μόνοι τους τον εαυτό τους σε μια κατάσταση ευερεθιστότητας και εκνευρισμού. Οι γιατροί που είναι αναγκασμένοι να αναγγείλουν άσχημα νέα σε ασθενείς ή στις οικογένειές τους προετοιμάζονται υιοθετώντας την απαραίτητη θλιμμένη διάθεση όπως επίσης και οι εργολάβοι κηδειών όταν συναντούν τις πενθούσες οικογένειες. Στους τομείς των λιανικών πωλήσεων και της παροχής υπηρεσιών, οι προτροπές για φιλική συμπεριφορά απέναντι στους πελάτες είναι ουσιαστικά παγκόσμιο φαινόμενο.
Μια «σχολή σκέψης» υποστηρίζει ότι όταν οι εργαζόμενοι διατάσσονται να δείξουν ένα δεδομένο συναίσθημα αναγκάζονται να εκτελέσουν μια επαχθή «συναισθηματική εργασία» προκειμένου να κρατήσουν τη δουλειά τους. Όταν οι διαταγές του αφεντικού καθορίζουν τα συναισθήματα που πρέπει να εκφράσει κάποιος, το αποτέλεσμα είναι μια μορφή αποξένωσης του ατόμου αυτού από τα πραγματικά συναισθήματα. Οι υπάλληλοι των λιανικών πωλήσεων, οι αεροσυνοδοί και το προσωπικό των τουριστικών επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα σε εκείνους που έχουν τις περισσότερες ικανότητες να επιτυγχάνουν την ηθελημένη πρόκληση συναισθημάτων, ανάλογα με τη περίπτωση.
Η κοινωνιολόγος Άρλι Χοστσάιλντ, στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, αποκαλεί το φαινόμενο αυτό «εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων συναισθημάτων», ένα είδος συναισθηματικής τυραννίας.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. Ο παράγοντας που καθορίζει κατά πόσο αυτή η συναισθηματική προσπάθεια είναι επαχθής ή όχι , είναι κατά πόσο το άτομο ταυτίζεται με την εργασία που κάνει.
Για μια νοσηλεύτρια που θεωρεί τον εαυτό της συμπονετικό άτομο, τα λίγα λεπτά που αφιερώνει για να παρηγορήσει ένα θλιμμένο ασθενή δεν θεωρούνται φορτίο, αλλά εκείνο ακριβώς που δίνει νόημα στη δουλειά της.
Η έννοια του συναισθηματικού αυτοελέγχου δεν σημαίνει άρνηση ή καταπίεση των αληθινών συναισθημάτων. Η κακή διάθεση, για παράδειγμα, έχει και αυτή τα καλά της. Ο θυμός, η θλίψη και ο φόβος μπορούν να γίνουν πηγή δημιουργικότητας, ενέργειας και στενής σχέσης με τους άλλους ανθρώπους. Ο θυμός μπορεί να γίνει έντονη πηγή κινητοποίησης ιδιαίτερα όταν πηγάζει από την ανάγκη να επανορθωθεί μια αδικία ή ανισότητα. Το μοίρασμα της θλίψης μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους. Επίσης η ανυπομονησία που γεννιέται από το άγχος, αν δεν είναι υπερβολική μπορεί να υποκινήσει το δημιουργικό πνεύμα.
Ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος είναι ταυτόσημος με την άσκηση υπερβολικού ελέγχου, το πνίξιμο δηλαδή κάθε συναισθήματος και αυθορμητισμού. Όταν γίνεται υπερβολικός έλεγχος συναισθημάτων υπάρχει ένα σωματικό και διανοητικό κόστος. Άνθρωποι που καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, ιδιαίτερα τα έντονα αρνητικά συναισθήματα, εμφανίζουν αύξηση του καρδιακού ρυθμού και αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Όταν αυτή η συναισθηματική καταστολή γίνεται χρόνια κατάσταση, μπορεί να βλάψει τη σκέψη, να παρακωλύσει τη διανοητική επίδοση και να δημιουργήσει προβλήματα στην ομαλή κοινωνική αλληλεπίδραση.
Η σωστή συναισθηματική αυτορύθμιση σημαίνει να έχουμε την δυνατότητα να επιλέξουμε πώς να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας.
Έγινε μια μελέτης στις ΗΠΑ μεταξύ 2.000 προϊσταμένων, διευθυντών και ανώτερων στελεχών σε διάφορες εταιρείες και οργανισμούς και έδειξε ότι ενώ οι διευθυντές, δηλαδή τα μεσαία στελέχη, με την καλύτερη επίδοση ήταν πιο αυθόρμητοι από τους μέτριους συναδέλφους τους, τα ανώτερα στελέχη διέθεταν μεγαλύτερο έλεγχο βαθμίδων. Προφανώς, τα ανώτερα στελέχη έδιναν μεγαλύτερη σημασία στις επιπτώσεις της έκφρασης ενός «λανθασμένου» συναισθήματος σε μια δεδομένη περίσταση.
Αυτή η μετρημένη προσέγγιση που παρατηρείται στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας ανταποκρίνεται στην αίσθηση ότι ο χώρος της εργασίας αποτελεί ειδική περίπτωση στο θέμα των συναισθημάτων, είναι σχεδόν μια διαφορετική «κουλτούρα».
Μέσα στα πλαίσια του στενού περιβάλλοντος των φίλων και της οικογένειας μπορούμε να εκφράσουμε και να αναλύσουμε ό,τι συναίσθημα θεωρούμε σημαντικό. Στην εργασία όμως συχνά κυριαρχούν διαφορετικοί συναισθηματικοί κανόνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου